Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

ΥΠ' ΑΡ.4201/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΚ) 2201/2003, ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΕΝΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΕ (ΠΛΗΝ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ) ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΑΜΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΟΤΑΝ ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΣΥΖΥΓΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΑΥΤΟΥ Ή ΤΗ ΣΥΝΗΘΗ ΔΙΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΕ ΑΥΤΌ. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΥΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ .ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΝΗΘΟΥΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ.ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΠΆΝΩ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ. ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ






                                  Αριθμός απόφασης 4201/2017 
                              (Αριθμός κατάθεσης  αγωγής:7803/4063/12-10-2016) 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

Της ενάγουσας
............ (..................) ..................... (..) του .........(............) ...... και της ...... (...............), κατοίκου ...... (οδός .........), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Εμμανουήλ Τσαλικίδη, δυνάμει του υπ' αριθ. .......ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου ..................                                

Του εναγομένου ............ (............) ........... (............) του ...............(..........) και της ........... (............), πρώην κατοίκου Ν............ (οδός .........αρ. ) και ήδη αγνώστου διαμονής, ο οποίος κατά την εκφώνηση της υπόθεσης απ' το οικείο πινάκιο δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-7-2014 αγωγή της. που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. κατάθεσης 7803/4Θ63/12-10-2016, προσδιορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο της 17-3-2017 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 34.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του.
Από την με αριθμό 8550 Γ731-10-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Αράπη, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Επίσης, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα φύλλα των εφημερίδων: Α)«Κ01ΝΩΝΙΚΗ», που εκδίδεται στον Πειραιά, της 3-11-2016 (σελ. 15) και Β) «ΗΧΩ ΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ» που εκδίδεται στην Αθήνα, της 3-11-2016 (σελ. 5), προκύπτει ότι περίληψη του δικογράφου της ένδικης αγωγής δημοσιεύτηκε στις ανωτέρω εφημερίδες. Επομένως, ο εναγόμενος, αγνώστου διαμονής, που δεν εμφανίστηκε στη σημερινή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 135, 592§1, 595 του ΚΠολΔ).
Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος ρυθμίζοντας τα ίδια ζητήματα, κατήργησε τον Κανονισμό 1347/2000 και άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005, επέρχεται μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Περιορισμοί σε αυτήν υφίστανται μόνο στα πλαίσια που καθορίζει ο ίδιος ο Κανονισμός. Το εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών υποκαθίσταται από τις διατάξεις του κανονισμού υπό την εξής έννοια: Οποιοσδήποτε σύζυγος, που έχει τη συνήθη διαμονή του σε έδαφος κράτους-μέλους ή έχει την ιθαγένεια κράτους-μέλους, πλην της Αγγλίας και της Ιρλανδίας ή την κατοικία του στα δύο αυτά τελευταία κράτη, δεν μπορεί πλέον να εναχθεί σε άλλο κράτος παρά μόνο με βάση ένα από τα κριτήρια των άρθρων 3, 4 και 5 του ως άνω Κανονισμού, που αποκτά με αυτόν τον τρόπο αποκλειστικό χαρακτήρα. Η συνδρομή ενός των κριτηρίων σχετικά με την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και δεν χωρεί, λόγω της ιδιομορφίας των γαμικών διαφορών, ρητή ή σιωπηρή παρέκταση. Η υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου χωρεί όμως μέχρι του σημείου της συνδρομής οποιουδήποτε από τα ανωτέρω κριτήρια. Εάν κανένα κράτος-μέλος δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των κύριων ή παρεπόμενων δικαιοδοτικών βάσεων και ο εναγόμενος δεν έχει την ιθαγένεια κράτους-μέλους ή την κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία, εφαρμόζονται για την έρευνα της ύπαρξης δικαιοδοσίας, τα κριτήρια του εσωτερικού δικαίου, ως επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις, καθιερούμενες επίσης από τον κανονισμό (άρθρο 7 παρ.1 του Κανονισμού). Ειδικότερα τα ελληνικά δικαστήρια έχουν πλέον πάντοτε δικαιοδοσία, όταν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί και έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, ακόμη κι όταν η δικαιοδοσία αυτή δεν αναγνωρίζεται από τα δίκαια του ενός ή και των δύο τους, ενώ η εφαρμογή του Κανονισμού εκτείνεται και στους υπηκόους τρίτων κρατών, υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονται με επαρκώς ισχυρούς δεσμούς με το έδαφος κράτους-μέλους βάσει των ανωτέρω κριτηρίων. [ΠΠρΘεσ 14135/2004 ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ευδοξία Κιουπτσίδου, «Ζητήματα των Κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 (του Συμβουλίου της ΕΚ) σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων στις γαμικές διαφορές» ΕλλΔνη 2005.661-662]. Αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία το άρθρο 3 παρ. Ια του ως άνω Κανονισμού προβλέπει ότι διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους- μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται, I) η συνήθης διαμονή των συζύγων ή II) η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων στο μέτρο που ένας των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή ή III) η συνήθης διαμονή του εναγομένου ή IV) σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων ή V) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την αγωγή ή VI) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την κατάθεση της αγωγής και εάν είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 3 ). Συνήθης διαμονή, κατά τον ορισμό του ΔΕΚ, είναι ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει ορίσει, με σταθερό χαρακτήρα, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των ενδιαφερόντων του, προκειμένου δε να καθοριστεί αυτή πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά συστατικά στοιχεία (ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ.2005.1782, βλ. και Ευδοξία Κιουπτσίδου, «Ζητήματα των Κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 (του Συμβουλίου της ΕΚ) σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων στις γαμικές διαφορές» ΕλλΔνη 2005.661).
Η ενάγουσα, αλβανίδα υπήκοος, ζητάει να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο, αλβανό υπήκοο, για τον λόγο ότι βρίσκονται σε διάσταση, με οριστική πρόθεση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, συνεχώς από τον Δεκέμβριο του έτους 2013, δηλαδή για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα τρία έτη, και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.
Το παρόν Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 α περίπτωση I του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση, διότι τελευταία συνήθης διαμονή των την οποία διατηρεί η ενάγουσα είναι στην ημεδαπή και - συγκεκριμένα στην ............... Αττικής. Περαιτέρω, εφόσον η υπό κρίση διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, ανακύπτει ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Από το συνδυασμό των άρθρων 16 και 14 του ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, ήτοι κατά σειράν: α) από το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειας των συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, πλην όμως κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου Κώδικα, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου Κώδικα, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής. Επομένως αν κατά τον χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωσή τους έχει από προγενεστέρου χρόνου διακοπεί, το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερα (βλ. σχετ. Γ. Παπαδημητρίου Οικογενειακό Δίκαιο, Β' έκδοση, σελ. 37 - 38, Ζωή Παπασιώπη -Πασιά Το εφαρμοστέο δίκαιο επί του διαζυγίου στις ελληνικές και διεθνείς συγκρούσεις νόμων 1997, σελ. 143 - 144). Στην προκειμένη περίπτωση κατά τον χρόνο επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, οι διάδικοι είχαν κοινή ιθαγένεια, αφού αμφότεροι οι διάδικοι ήταν αλβανοί υπήκοοι, αμφότεροι, δε, διατηρούν την προαναφερομένη ιθαγένεια. Άρα, η υπό κρίση διαφορά διέπεται από το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειάς τους, την οποία οι διάδικοι διατηρούν, ήτοι από το αλβανικό δίκαιο. 
Περαιτέρω, σύμφωνα με το αλβανικό δίκαιο, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 337 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1007/1982 ΝοΒ 1983.1006), τόσο ο γάμος, όσο και το διαζύγιο ρυθμίζονται από τον Οικογενειακό Κώδικα της 08.05.2003, που προβλέπει ότι: 1) ο γάμος λήγει με τον θάνατο ενός από τους συζύγους, με την κήρυξη του ενός συζύγου σε αφάνεια ή με τη λύση του γάμου (άρθρο 123), 2) είτε ο ένας, είτε ο άλλος σύζυγος μπορούν να ζητήσουν τη λύση του γάμου τους, όταν έχουν ζήσει χωριστά για μία περίοδο τριών ετών (άρθρο 129 παρ. 1), 3) η διάσταση μπορεί να προβληθεί σαν βάση για τη λύση του γάμου μόνον από το σύζυγο, που υπέβαλε την αίτηση για τη λύση (άρθρο 131 παρ. 1), 4) κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει τη λύση του γάμου όταν, λόγω συνεχών καβγάδων, κακομεταχείρισης, σοβαρών προσβολών, μοιχείας, ανίατης πνευματικής ασθένειας, μακρόχρονης ποινικής τιμωρίας του άλλου συζύγου, ή εξαιτίας οποιασδήποτε άλλης αιτίας, ή λόγω επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων των συζυγικών καθηκόντων, η κοινή ζωή γίνεται αδύνατη και ο γάμος έχει χάσει τον σκοπό του για τον έναν ή και για τους δύο συζύγους (άρθρο 132) και 5) το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει υπαιτιότητα στη λύση του γάμου, μόνο όταν ζητηθεί από τον έναν ή και τους δύο συζύγους (άρθρο 133). Συνεπώς η αγωγή, έχουσα το ιστορικό και το αίτημα που εκτίθενται παραπάνω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 129 παρ. 1 του Αλβανικού Οικογενειακού Κώδικα και 179 του ΚΠολΔ. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από ...
την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρα τής ενάγουσας, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, που η ενάγουσα μετ' επικλήσεως προσκομίζει, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο ............. της Αλβανίας, στις ........., από τον οποίο αποκτήσαν δύο τέκνα. Μετά τον γάμο τους και συγκεκριμένα από το έτος 2011 συμβίωσαν στην ευρισκομένη στη ....... συζυγική οικία τους μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 2013, οπότε η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε, με οριστική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσής τους. Η διάσταση συνεχίστηκε, έκτοτε, χωρίς διακοπή, έως τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής (17-3-2017), ήτοι από το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι διάδικοι διαμένουν σε διαφορετικές οικίες, χωρίς θέληση να διατηρηθεί ο μεταξύ τους γάμος. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται πλήρως η διάσταση  των διαδίκων συζύγων συνεχώς, από τριετίας, τουλάχιστον, πριν από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 του Αλβανικού Οικογενειακού Κώδικα, μεταξύ, δε, των διαδίκων δεν υφίσταται ενδεχόμενο επανασύνδεσης. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσία και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Πρέπει, επίσης, να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος ασκήσει (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ. 2 και 591 §1 ΚΠολΔ), καθώς και να καταδικασθεί αυτός λόγω της ερημοδικίας και της ήττας του (άρθρα 176, 184 και 191 §2 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Δικάζει ερήμην του εναγομένου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται την αγωγή.
Απαγγέλλει τη λύση του μεταξύ των διαδίκων νόμιμου (πολιτικού) γάμου, που τελέστηκε, στο ................... της Αλβανίας, στις ......... 
   Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ. 
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, στις 15. 9-2017.
                  Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ