Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

7539/2017 ΚΑΙ 7540/2017 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: 1)Η ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΦΑΚΕΛΛΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ, ΔΕΝ ΕΠΙΣΥΡΕΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ, ΠΑΡΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ, 2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ Ή ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ,ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΈΠΕΙ Ο Ν.2145/1993 , 3) Η ΥΠΑΓΩΓΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΣΤΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 3301/2004 ΚΑΙ 3867/2010 ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ , 4) ΕΠΙ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΥΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ (ΟΠΩΣ ΤΩΝ ΤΌΚΩΝ) ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΙΣΧΥΕΙ ΣΥΜΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ. ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΟΛΗ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΝΠΔΔ, ΔΙΟΤΙ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΥΠ' ΟΨΗ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, 5)ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΔ 166/2003 ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΚΩΝ ΚΑΤΑ ΝΠΔΔ, 6) ΣΤΑ ΝΠΔΔ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 22 ΤΟΥ Ν. 3693/1957 ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ ,ΓΙΑΤΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΣΚ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός απόφασης 7539/2017
Αριθμός κατάθεσης έφεσης 8767/165/2014
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βασίλειο Παπαθανασίου. Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα. Αναστασία Παππά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του. στις 3 Φεβρουαρίου 2017. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Του εδρεύοντος στη Χαλκίδα (οδός Γαζέπη αρ. 47) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Ιωάννη Δρίτσουλα (AM ΔΣΑ 25450) με δήλωση κατ' άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της εδρεύουσας στο Γέρακα Αττικής (οδοί Καβάβη και Καρκαβίτσα αρ. 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΟΜΑΡΤ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΑΕ» (ΑΦΜ 094284004), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την  οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της  Εμμανουήλ Τσαλικίδης (AM ΔΣΑ 14925).
Το εκκαλούν με την από 10-12-2012 ανακοπή του  που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας. ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 852/2013 απόφασή του, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την ανακοπή.
Το εκκαλούν, με την από 10-1-2014 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κρωπίας (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 9/21-1-2014). προσέβαλε την παραπάνω απόφαση. Η ως άνω έφεση προσδιορίστηκε (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 8767/165/2014) για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της από και  γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις της και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν εμφανίστηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
    Η κρινόμενη έφεση κατά της 852/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (υπό το δίκαιο που ίσχυε προ του Ν. 4335/2015) επί ανακοπής του εκκαλούντος κατά της 1567/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας. έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495§§1, 2 και 4, 511, 513. 516 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό. που είναι καθ" ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 17Α ΚΠολΔ). ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ. όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η από 10-12-201-2 ανακοπή του εκκαλούντος ασκήθηκε μετά τις 2-4-2012, και όχι κατά την τακτική διαδικασία, την οποία εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς όμως να παρίσταται ανάγκη εξαφάνισης για το λόγο αυτό της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς τούτο δεν επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας (βλ. ΕφΘεσ 2492/2001 ΝΟΜΟΣ. Μ. Μαργαρίτη. ΕρμΚΠολΔ άρθρο 535 αρ. 3).
Το εκκαλούν με την από 10-12-2012 ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας ζήτησε την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του 1567/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της εφεσίβλητης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει σ' αυτή το ποσό των 11.134.16 € με τους νόμιμους τόκους, υπολογιζόμενους με το ΠΔ 166/2003, από την 61η ημέρα από την έκδοση των αναφερόμενων σ’ αυτή πρωτοκόλλων παραλαβής των πωλουμένων στο εκκαλούν προιοντων. για τους, για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 852/2013 εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του. για τους λόγους που εκτίθενται σ' αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 παρ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ. όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/205. προκύπτει ότι μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι η επισύναψη στην αίτηση για την έκδοσή της και όλων των εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το περιεχόμενο της, αντίγραφα των οποίων παραμένουν υποχρεωτικά στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της άσκησης της προθεσμίας ανακοπής, ώστε να μπορεί ο καθ' ου να λάβει γνώση αυτών (ΑΠ 376/2002 ΝΟΜΟΣ). Αν ο αιτών δεν άφησε στη γραμματεία του δικαστηρίου αντίγραφα των εγγράφων (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου αν από παραδρομή άφησε αντίγραφα άλλων εγγράφων), πράγμα που έπρεπε να επιμεληθεί ο γραμματέας του δικαστή, η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη εκ μόνου το λόγου αυτού, αφού στις εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπεται σχετική κύρωση, ενδεχομένως όμως να ανακύψουν σοβαρές δυσχέρειες για τον οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή που θα αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των ακυροτήτων του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολΔ. δηλαδή με την επίκληση από τον ανακόπτοντα βλάβης (άρθρο 160 ΚΠολΔ) που δεν μπορεί να αποκατασταθεί αλλιώς παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, ή των άρθρων 450 επ. ΚΠολΔ για την επίδειξη εγγράφων (Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ. άρθρο 626 αρ. 13 επ.).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπή^ του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν επισύναψε στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης 1567/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας τα αναφερόμενα στο σώμα της τιμολόγια, που αποδείκνυαν την απαίτησή της. αλλά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής της τιμολόγια, που είναι διαφορετικά από αυτά. στα οποία στηρίζεται η αίτησή της και φέρεται να αποδεικνύουν την απαίτησή της. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από το σύνολο των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων και τις αναφερόμενες στη συνέχεια ειδικά ομολογίες των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη επισύναψε στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής τα αναφερόμενα στην αίτησή της 2267/12-3-2009, 2326/18-3-2009, 2370/19-3-2009, 2447/3-4-2009, 2571/5-5-2009, 2601/11-5-2009, 2803/17-6-2009, 2811/19-6-2009, 3146/24-8-2009, 3192/3-9-2009, 3243/18-9-2009, 3291-3292/28-9-2009 και 3760/29-12-2009 τιμολόγια πώλησης, όπως άλλωστε βεβαιώνεται ειδικώς στο σώμα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής από την Ειρηνοδίκη, που την εξέδωσε, χωρίς δε η ως άνω διαταγή να προσβάλλεται ως προς το προαναφερόμενο περιεχόμενο της από το εκκαλούν ως πλαστή (άρθρο 438 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το γεγονός ότι. όπως συνομολογεί και η εφεσίβλητη, από παραδρομή της ιδίας και παράλειψη του γραμματέα της Ειρηνοδίκη αφέθηκαν στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κρωπίας αντίγραφα διαφορετικών τιμολογίων δεν καθιστά την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής άκυρη, καθώς μάλιστα το εκκαλούν δεν επικαλείται από την παραδρομή και παράλειψη αυτή δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την απαγγελία της ακυρότητας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής του ως αβάσιμο, κατέληξε σε ορθό διατακτικό. Συνεπώς, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το προαναφερόμενο προσβαλλόμενο κεφάλαιο της εκκαλουμένης για τον προαναφερόμενο λόγο της ανακοπής του εκκαλούντος ...
(άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσής του να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 Ν. 2145/1993 «τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές, που στρέφονται κατά Ν.Π.Δ.Δ. και έχουν, από οποιονδήποτε γενεσιουργό λόγο. αξιώσεις, που συνδέονται με δαπάνες τους, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 19 επομ. του π.δ/τος774/1980), δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσάγεται για μεν την περίπτωση που έχει αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οικεία πράξη του αρμοδίου τμήματος του. για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο τμήμα τέτοια υπόθεση, σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού, διατάσσουν δε αυτεπαγγέλτως την προσαγωγή από το παριστάμενο Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ενδιαφερόμενο ή εφόσον απολείπονται, την αποστολή από το Ελεγκτικό Συνέδριο της πράξεώς του τμήματος ή βεβαιώσεως του γραμματέα του». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκομιδής της οικείας πράξης του αρμόδιου τμήματος του ΕΣ ή σχετικής βεβαίωσης της γραμματείας του αφορά στην περίπτωση άσκησης αγωγής (και συνακόλουθα έκδοση οριστικής απόφασης) κατά ΝΠΔΔ για αξιώσεις που συνδέονται με δαπάνες τους, που υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του ΕΣ. και όχι για την περίπτωση αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής προς τούτο, που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τούτο θα αναφερόταν ρητά  στην προαναφερόμενη διάταξη, όπως άλλωστε γίνεται ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 272Α ΚΔΔ. που εισήχθησαν με το άρθρο 1 Ν. 4329/2015, για τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητικές συμβάσεις, που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν επισύναψε στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης 1567/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας οικεία πράξη του αρμοδίου τμήματος του ΕΣ ή σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού που αφορούσε στον προληπτικό έλεγχο της  νομιμότητας της επίδικης δαπάνης του. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, τέτοια υποχρέωση καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 17 Ν. 2145/1993 μόνο για την περίπτωση άσκησης αγωγής κατά του εκκαλούντος και όχι για την υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια απέρριψε το δεύτερο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του.
  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974. η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/20Θ6 ΕλλΔνη 2006.417. ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο. αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο. και συγκεκριμένα με το Π.Δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για τις οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 Π.Δ. 166/2003). Έτσι. κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω ΠΔ/τος, το οποίο σημειωτέον ήδη έχει καταργηθεί με την υποπαράγραφο Ζ. 14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του. ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι, αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την Παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή .ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ. αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του ως άνω ΠΔ/τος ορίζεται περαιτέρω ότι (παρ. 3) ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό. εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση και ότι (παρ. 4) το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του ΠΔ/τος 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και τις διατυπώσεις του Π.Δ. 370/1995 (ήδη Π.Δ. 60/2007) που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής απ' ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του Π.Δ. 60/2007, και οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες δε συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του Π.Δ. 370/1995 (άρθρο 2). εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του Π.Δ. 166/20037 η οποία, ως νεότερη και ειδικότερη διάταξη, που στηρίζεται σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 (βλ. ΑΠ 1213/2015. ΑΠ 323/2014. ΕφΙωαν 5/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως αβάσιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι για την έναρξη της τοκοφορίας σε βάρος του απαιτείται επίδοση αγωγής ή διαταγής πληρωμής και ότι το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας για τη σε βάρος του απαίτηση ανέρχεται σε 6% βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 και του άρθρου 21 του ΚΝ της 26-6/10-7-1944 «περί δικών του δημοσίου» και όχι στο προβλεπόμενο από το ΠΔ 166/2003 επιτόκιο, όπως ορίστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαίτηση από έγκυρες (καθώς τούτο άλλωστε δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν) συμβάσεις πώλησης μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, που έχουν εκτελεστεί από την εφεσίβλητη και το εκκαλούν νοσοκομείο βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την- καταβολή του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, το δε εκκαλούν νοσοκομείο, ως ΝΠΔΔ, οφείλει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το τίμημα των πωλήσεων αυτών εντόκως και με το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται στο άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 από την παρέλευση 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της έφεσής του.
Με το άρθρο 17 Ν. 3301/2004 ορίζεται ότι οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ προς προμηθευτές αυτών από προμήθεια, μεταξύ άλλων Υγειονομικού υλικού, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα τιμολόγια και δελτία αποστολής μέχρι την δημοσίευση του παρόντος, εξοφλούνται αμέσως με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης και θεώρησης των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής σύμφωνα προς τις ισχύουσες δημοσιολογικές διατάξεις, εφ' όσον: α) παρασχεθεί έκπτωση επί της συναλλακτικής αξίας (αξίας τιμολογίου προ φόρου προστιθεμένης αξίας) κατά ποσοστό 3,5% και β) οι δικαιούχοι παραιτηθούν από οποιαδήποτε άλλη αξίωση, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας. Η υπαγωγή των οφειλών στη ρύθμιση γίνεται γνωστή με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 Ν. 1599 /1986. η οποία κατατίθεται από τους προμηθευτές εντός μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και αφορά όλες τις απαιτήσεις κάθε προμηθευτή για το σύνολο των νοσοκομείων. Για την εξόφληση των κατά τα ανωτέρω ρυθμιζόμενων οφειλών το Ελληνικό Δημόσιο επιχορηγεί τα ανωτέρω νοσηλευτικά ιδρύματα με το ακριβές ποσό των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων, το οποίο αφορά στο πληρωτέο προς το δικαιούχο ποσό και τις υπέρ τρίτων κρατήσεις. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 17 Ν. 3301 /'2004 θεσπίζεται ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται η άμεση εξόφληση των εκκαθαρισμένων οφειλών των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) προς τους προμηθευτές αυτών, οι οποίες απορρέουν από τη συναφθείσα σύμβαση προμήθειας υγειονομικού υλικού υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή την παροχή έκπτωσης επί της συναλλακτικής αξίας κατά ποσοστό 3.5% και την παραίτηση του δικαιούχου από οποιαδήποτε άλλη αξίωση συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας. Η υπαγωγή στην ως άνω ρύθμιση έχει προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του προμηθευτή, ο οποίος επιλέγοντας την υπαγωγή της απαίτησής του κατά του νοσοκομείου στη ρύθμιση, προκειμένου αυτή να εξοφληθεί αμέσως, αποδέχεται τις απομειωτικές της αξίας της απαίτησής του συνέπειες. Συνεπώς το νοσοκομείο, το οποίο έχει περιέλθει σε υπερημερία ως προς την καταβολή του τιμήματος στον προμηθευτή  δεν δύναται να αντιτάξει κατ αυτού οποίος επέλεξε τη μη υπαγωγή της απαίτησής του κατά του νοσοκομείου στη   ρύθμιση του άρθρου 17 Ν. 3301/2004. την ένσταση περί υποχρεώτικής υπαγωγής σε αυτή, προκειμένου να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. που απορρέουν από τη σύμβαση. Αντιθέτως, μπορεί να προβάλει την ως άνω ένσταση, εάν ο προμηθευτής έχει υπαχθεί στη ρύθμιση (βλ. ΣτΕ 3125 /2015. ΝΟΜΟΣ). Το αυτό ισχύει και βάσει του άρθρου 27§1 Ν. 3867/2010 για τις οφειλές των δημοσίων νοσοκομείων από προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, επί των οποίων έχουν εκδοθεί τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα τιμολόγια και δελτία αποστολής κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31ης Δεκεμβρίου 2009 (βλ. ΕφΠειρ 143/2016 ΝΟΜΟΣ. ΕφΛαρ 190/2014, ΝΟΜΟΣ).
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως αβάσιμο τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι η εφεσίβλητη όφειλε προς ικανοποίηση της απαίτησής της να υπαχθεί υποχρεωτικά στη ρύθμιση του άρθρου 17 Ν. 3301/2004. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, η υπαγωγή των προμηθευτών των νοσοκομείων στη ρύθμιση του ως άνω νόμου, δεν είναι υποχρεωτική, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους κατ' αυτών, πέραν του ότι τα επίδικα τιμολόγια, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έχουν εκδοθεί μετά την ισχύ του Ν. 3301/2004 και δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του  αλλά από τις συναφούς περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 Ν. 3867/2010. η υπαγωγή στις οποίες επίσης δεν είναι υποχρεωτική. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του.
    Εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 183. 176 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 22 Ν. 3693/1957  καθώς ναι μεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η νομική του όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (βλ. και ΑΠ 1362/2013 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσία, τα οποία καθορίζει σε τριακόσια πενήντα ευρώ (350 €).
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 30 Αυγούστου 2017.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ









Αριθμός απόφασης 7540/2017
Αριθμός κατάθεσης έφεσης 8765/164/2014
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βασίλειο Παπαθανασίου. Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα. Αναστασία Παππά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του. στις 3 Φεβρουαρίου 2017. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Του εδρεύοντος στη Χαλκίδα (οδός Γαζέπη αρ. 47) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Ιωάννη Δρίτσουλα (AM ΔΣΑ 25450) με δήλωση κατ" άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της εδρεύουσας στο Γέρακα Αττικής (οδοί Καβάφη και Καρκαβίτσα αρ. 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΟΜΑΡΤ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΞΑΞΓΩΓΕΣ ΑΕ» (ΑΦΜ 094284004), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Εμμανουήλ Τσαλικίδης (AM ΔΣΑ 14925).
Το εκκαλούν με την από 10-12-2012 ανακοπή του. που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 851/2013 απόφασή του. εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την ανακοπή.
Το εκκαλούν, με την από 10-1-2014 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κρωπίας (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 91021-1-2014), προσέβαλε την παραπάνω απόφαση. Η ως άνω έφεση προσδιορίστηκε (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 8765/164/2014) για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις της και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν εμφανίστηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση κατ" άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της 851/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας. που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (υπό το δίκαιο που ίσχυε προ του Ν. 4335/2015) επί ανακοπής του εκκαλούντος κατά της 1567/2012 διαταγής πληροομής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας. έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495§§1, 2 και 4. 511. 513, 516 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό. που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 17Λ ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ. όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η από 10-12-2012. ανακοπή του εκκαλούντος ασκήθηκε μετά τις 2-4-2012. και όχι κατά την τακτική διαδικασία, την οποία εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς όμως να παρίσταται ανάγκη εξαφάνισης για το λόγο αυτό της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς τούτο δεν επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας (βλ. ΕφΘεσ 2492/2001 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 535 αρ. 3).
Το εκκαλούν με την από 10-12-2012 ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας ζήτησε την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του 1565/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της εφεσίβλητης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει σ" αυτή ποσό των 5.188,52 €. που αφορά σε τόκους, υπολογιζόμενους με το ΠΔ 166/2003, κεφαλαίου από τιμολόγια πώλησης, που δεν εξοφλήθηκαν μεταγενέστερα της δήλης ημέρας καταβολής των οφειλόμενων από αυτά  ποσών, για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 851/2013 εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκτίθενται σ" αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 Ν. 2145/1993 «τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές, που στρέφονται κατά Ν.Π.Δ.Δ. και έχουν, από οποιονδήποτε γενεσιουργό λόγο. αξιώσεις, που συνδέονται με δαπάνες τους, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 19 επομ. του π.δ/τος774/1980), δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσάγεται για μεν την περίπτωση που έχει αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οικεία πράξη του αρμοδίου τμήματος του, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο τμήμα τέτοια υπόθεση, σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού, διατάσσουν δε αυτεπαγγέλτως την προσαγωγή από το παριστάμενο Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ενδιαφερόμενο ή εφόσον απολείπονται, την αποστολή από το Ελεγκτικό Συνέδριο της πράξεώς του τμήματος ή βεβαιώσεως του γραμματέα του». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκομιδής της οικείας πράξης του αρμόδιου τμήματος του ΕΣ ή σχετικής βεβαίωσης της γραμματείας του αφορά στην περίπτωση άσκησης αγωγής (και συνακόλουθα έκδοση οριστικής απόφασης) κατά ΝΠΔΔ για αξιώσεις που συνδέονται με δαπάνες τους, που υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του ΕΣ, και όχι για την περίπτωση αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής προς τούτο, που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τούτο θα αναφερόταν ρητά στην προαναφερόμενη διάταξη, όπως άλλωστε γίνεται ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 272Α ΚΔΔ. που εισήχθησαν με το άρθρο 1 Ν. 4329/2015, για τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητικές συμβάσεις, που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ’  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο δεύτερο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν επισύναψε στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης 1565/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κρωπίας οικεία πράξη του αρμοδίου τμήματος του ΕΣ ή σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού, που αφορούσε στον προληπτικό έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης δαπάνης του. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, τέτοια υποχρέωση καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 17 Ν. 2145/1993 μόνο για την περίπτωση άσκησης αγωγής κατά του εκκαλούντος και όχι για την υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του.
Κατά το άρθρο 250 αριθμ. 15 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 253 ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας, η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου, εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει (ΑΠ 535/2015 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, κατά το άρθρο 274 ΑΚ. όταν παραγραφεί η κύρια αξίωση συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες από αυτή αξιώσεις και αν ακόμη δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει γι' αυτές. Οι τόκοι αποτελούν μεν περιοδική παροχή εξαρτωμένη από κεφάλαιο και οι από αυτούς αξιώσεις συμπαραγράφονται κατά τους ορισμούς της τελευταίας αυτής διάταξης, πλην όμως, κατά τα λοιπά, υφίσταται χωριστή αξίωση για κάθε περιοδική παροχή, υποκείμενη σε ιδιαίτερη παραγραφή   (ΑΠ 505/1999 ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο δεύτερο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι η αξίωση της εφεσίβλητης για την καταβολή του ποσού των 1.562.636 (μέρους του επιδικαζόμενού), που αφορά τόκους των αναφερόμενων στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά και στο δικόγραφο της ανακοπής, τιμολογίων των ετών 2005 και 2006. έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθώς ήδη έχει συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή της κύριας αξίωσης, δηλαδή του κεφαλαίου των ως άνω τιμολογίων. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, (επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί αοριστίας του λόγου αυτού τυγχάνει αβάσιμος, καθώς η παραγραφή αξίωσης σε βάρος ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως - ΑΠ 1560/2007 ΝΟΜΟΣ) τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, όπως αποδεικνύεται από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδικάστηκαν οφειλόμενοι τόκοι για τα αναφερόμενα σ' αυτή πρώτα 24 τιμολόγια, που εκδόθηκαν τα έτη 2005 και 2006. από την 1-1-2007 και εφεξής, και μέχρι την εξόφληση του κεφαλαίου των τιμολογίων αυτών, που πραγματοποιήθηκε από το εκκαλούν από τις 11-4-2007 έως τις 30-9-2008. Συνεπώς, η αξίωση παραγραφής των τόκων της παραπάνω περιόδου δεν έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή παραγραφή, καθώς η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 28-11-2012 (άρθρο 264 ΑΚ). δηλαδή πριν τη συμπλήρωση της πενταετίας από τη γέννησή της (1-1-2008). Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφερθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής της κύριας αξίωσης της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, από την οποία πηγάζει η παρεπόμενη αξίωση της για τους τόκους και για συμπαραγραφή αυτής, κατά το άρθρο 274 ΑΚ. δεδομένου ότι η ως άνω κύρια αξίωση έχει ήδη εξοφληθεί από το εκκαλούν πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω με συνοπτική αιτιολογία απέρριψε το δεύτερο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974. η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/2006 ΕλλΔνη 2006.41 7. ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο. αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο. και συγκεκριμένα με το Π.Δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000. ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για τις οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 Π.Δ. 166/2003). Έτσι. κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω ΠΔ/τος, το οποίο σημειωτέον ήδη έχει καταργηθεί με την υποπαράγραφο Ζ. 14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι. αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, ενοο. αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του ως άνω ΠΔ/τος ορίζεται περαιτέρα» ότι (παρ. 3) ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό. εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση και ότι (παρ. 4) το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του ΠΔ/τος 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και τις διατυπώσεις του Π.Δ. 370/1995 (ήδη Π.Δ. 60/2007) που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής απ' ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του Π.Δ. 60/2007, και οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες δε συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του Π.Δ. 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του Π.Δ. 166/2003. η οποία, ως νεότερη και ειδικότερη διαταξη, που στηρίζεται σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 (βλ. ΑΠ 1213/2015. ΑΠ 323/2014. Εφίωαν 5/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως αβάσιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής του. με τον οποίο επικαλέστηκε ότι για την έναρξη τοκοφορίας κατ' αυτού απαιτείται επίδοση αγωγής ή διαταγής πληρωμής και ότι το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας για τη σε βάρος του απαίτηση ανέρχεται σε 6% βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 και του άρθρου 21 του ΚΝ της 26-6/10-7-1944 «περί δικών του δημοσίου» και όχι στο προβλεπόμενο από το ΠΔ 166/2003 επιτόκιο, όπως ορίστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο ως άνω λόγος, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαίτηση τόκων από έγκυρες (καθώς τούτο άλλωστε δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν) συμβάσεις πώλησης μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, που έχουν εκτελεστεί από την εφεσίβλητη και το εκκαλούν νοσοκομείο βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την καταβολή των τόκων του τιμήματος των πωλήσεων, το δε εκκαλούν νοσοκομείο, ως ΝΠΔΔ. οφείλει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το τίμημα των πωλήσεων αυτών εντόκως και με το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται στο άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 από την παρέλευση 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του.
Εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του. Στην άρθρου 22 Ν. 3693/1957. καθώς ναι μεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η νομική του όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (βλ. και ΑΠ 1362/2013 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσία, τα οποία καθορίζει σε τριακόσια πενήντα
ευρώ (350 €).
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 30 Αυγούστου 2017.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ