Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

ΥΠ' ΑΡ. 2137/2016 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΦΥΛΛΟΥ, ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ.- ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΣΕ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΕΠΙ ΠΟΙΝΗ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ, ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΣΕ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΟΜΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ - ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ (ΝΟΜΗΣ) ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΚ ,ΟΠΩΣ ΤΕΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 101 ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 4193/2013


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(8° ΤΜ. - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)





Αριθμός 2137/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Τσαμπάζη, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 19η Νοεμβρίου 2015, παρουσία και της Γραμματέως Ανδρομάχης Πάλλα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ..................., κατοίκου ................ (οδός ..................) και 2) ........................., κατοίκου .................... (οδός ...............), που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Αντωνίου Γεωργακόπουλου (ΑΜΔΣΑ: 4637), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, έχοντας προκαταθέσει προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ..............., κατοίκου .............. (οδός ...............), που παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Εμμανουήλ Τσαλικίδη (ΑΜΔΣΑ: 14.925), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 25-8-2010 αγωγή των εκκαλούντων, με αριθμό κατάθεσης 149017/9925/26-8-2010 κατά της εφεσίβλητης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5798/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι ενάγοντες με την, από 4-1-2015, έφεσή τους, που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 631/3-2-2015 και προσδιορίσθηκε από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, με την αρ. πρωτ. προδ. 1166/4-2-2015.

Κατ' αυτήν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, χωρίς να ακουστούν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ έχοντας προκαταθέσει προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


 Η υπό κρίση έφεση των εναγόντων που ηττήθηκαν κατά της 5798/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε το αντίθετο προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας και από την δημοσίευσή της δεν παρήλθε τριετία (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες το παράβολο που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 495παρ.4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, (που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/2012 και κατά το εδάφιο της β' με το άρθρο 93 παρ.1 του Ν. 4139/2013, βλ. την από 3.2.2015 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 047503 και 047504 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 2792659, 2792658, 2792657 και 2792656 παράβολα του δημοσίου, ποσού 20 ευρώ το καθένα). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία, από το Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ' ύλην αρμόδιο για να την δικάσει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α' - 165/25-7-2011) και ισχύει από την 25η-7-2011.

Οι ενάγοντες, με την από 25-8-2010 και με αριθ. καταθ. 149017/9925/2010 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής τους, ότι είναι συννομείς σε ποσοστό 1/4 εξ αδαιρέτου ο καθένας, ενός αγρού που βρίσκεται θέση «Ρουτζέρι Τρέπια» στην Κερατέα Αττικής, όπως ειδικότερα περιγράφεται αυτός κατά θέση, έκταση και όρια στο δικόγραφο της αγωγής και ότι η εναγομένη το Δεκέμβριο του έτους 2009, παράνομα και χωρίς τη θέλησή τους τους απέβαλε από τη συννομή τους στο ανατολικό τμήμα του αγρού τους, που προσδιορίζουν επίσης ειδικά κατά θέση, όρια και έκταση στην αγωγή του, τοποθετώντας στη δυτική πλευρά του τμήματος αυτού περίφραξη, αφού κατέστρεψε τη δική τους που βρισκόταν ανατολικότερα της νέας περίφραξης, ενσωματώνοντας το επίδικο τμήμα στο όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας της. Επίσης κατά τον ίδιο χρόνο διατάραξε τη συννομή τους σε άλλο τμήμα του αγρού τους στη νότια πλευρά του ξεκινώντας από τα δυτικά του όρια και μέχρι το σημείο που τοποθέτησε την...
παραπάνω περίφραξη ανατολικά, όπως επίσης το προσδιορίζουν ειδικά κατά θέση, όρια και έκταση στην αγωγή τους, επί του οποίου αφού κατέστρεψε την περίφραξη που είχαν αυτοί τοποθετήσει εκεί, στη συνεχεία το έσκαψε και το χρησιμοποιεί ως δίοδο για να εισέρχεται στο ακίνητο της,, μολονότι υπάρχει αγροτική οδός που την εξυπηρετεί. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να αναγνωριστούν συνομείς κατά το ανωτέρω ποσοστό ο καθένας των επίδικων τμημάτων του αγρού τους, να υποχρεωθεί η εναγομένη, όπως εκτιμάται, βάσει του ιστορικού της αγωγής τους, το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, να τους αποδώσει τη συννομή τους επί του πρώτου από τα επίδικα τμήματα του αγρού και να παύσει η εναγομένη κάθε πράξη διατάραξης της νομής τους στο δεύτερο τμήμα του αγρού τους , καθώς και να παραλείψει τέτοιες ενέργειες στο μέλλον, επί απειλή χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ως ένα έτος για κάθε παραβίαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί και για κάθε μελλοντική διατάραξη και να καταδικαστεί η αντίδικος τους στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5798/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφού χαρακτηρίσθηκε η αγωγή ως αγωγή περί διαταράξεως (της νομής), στην συνέχεια απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της μη καταχώρισής της στα κτηματολογικά φύλλα, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 και 5 του Ν.2664/1998. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες - ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή τους.

Κατά τη διάταξη του άρθρο 12 παρ. 1 και 5 του Ν.2664/1998 ορίζονται τα εξής : στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται ... 1 β) οι κατά το άρθρο 220 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αγωγές και ανακοπές... Κατά την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου: «η παράλειψη της εγγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στις περιπτώσεις ... 1 β ... της παραγράφου 1... επάγεται τις έννομες συνέπειες, που προβλέπουν οι αντίστοιχες διατάξεις του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 220παρ. 1 ΚΠολΔ: «αγωγές, στις οποίες περιλαμβάνονται και αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφερείας, όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεση τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπάγγελτος ως απαράδεκτες». Η προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να γίνει η καταχώρηση της αγωγής του άρθρου 6παρ.2 στο κτηματολογικό φύλλο είναι η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, που ορίζεται και στη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω, της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 220 παρ. ΚΠολΔ. Εξάλλου κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 5 του ν.2308/1995 «Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου.

Διαδικασία έως τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία και άλλες διατάξεις», ένα μήνα μετά την τελευταία από τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο άρθρο δημοσιεύσεις ανακοίνωσης για την ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και των προσωρινών πινάκων με μνεία του δικαιώματος υποβολής ένστασης κατά της εγγραφής στα προσωρινά αυτά κτηματολογικά στοιχεία, έως τις κατά το άρθρο 12 του ίδιου νόμου πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία, απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, η σύνταξη συμβολαίων για τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα της περιοχής, την οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία, αν δε μνημονεύεται στο συμβόλαιο και δεν επισυνάπτεται σ' αυτό σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα, εκδιδόμενο από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματολογίου, (ήδη, μετά την τροποποίηση που επήλθε στο  εν  λόγω άρθρο, με την παράγραφο 15 του άρθρου 1 του Ν. 3127/2003, αν δεν μνημονεύεται στο συμβόλαιο και δεν επισυνάπτεται σε αυτό πιστοποιητικό υποβολής δήλωσης, που εκδίδεται από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματολογίου). Σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, κατά τη διάρκεια της ισχύος της κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευσης δεν επιτρέπεται, χωρίς προσκόμιση του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη, μετά το ν. 3127/2003, του πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης που προβλέπεται στην παρ.1), η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου υπόθεσης που έχει ως αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της περιοχής, την οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία. Εγγραπτέες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 ιβ του Ν. 2664/1998, είναι, εκτός των άλλων, και οι κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ αγωγές και ανακοπές, στα βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία και συνεπώς η προσκόμιση του αναφερομένου στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 2308/1995 κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη πιστοποιητικού υποβολής της σχετικής δήλωσης) είναι απαραίτητη για τη συζήτηση αγωγής νομής. Η μη προσκόμιση του εν λόγω κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη του πιστοποιητικού υποβολής της σχετικής δήλωσης) συνεπάγεται απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής με τέτοιο αντικείμενο. Προϋποτίθεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο, στο οποίο και αναφέρεται η αγωγή, βρίσκεται στην κτηματογραφούμενη περιοχή, όπως αυτή οριοθετείται με την υπουργική απόφαση που την κήρυξε υπό κτηματογράφηση, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2308/1995 και ότι η αγωγή συζητείται κατά το οριζόμενο από το νόμο διάστημα, από την συμπλήρωση ενός μηνός από την τελευταία δημοσίευση της σχετικής με την ανάρτηση των προσωρινών κτηματογραφικών στοιχείων ανακοίνωσης, έως τον χρόνο των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία, που γίνεται μετά την έκδοση από τον ΟΚΧΕ διαπιστωτικής πράξης περάτωσης της όλης διαδικασίας κτηματογράφησης (ΑΠ 452/2011, ΧρΙΔ 2012.189). Στην προκείμενη περίπτωση, κατ' αρχήν πρόκειται για αγυ^ή που εγγράφεται κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων, ως αγωγή νομής. Όμως όπως προκύπτει από το Α.Π. 1434033/ΝΔ3874/14-11-2014 της Ελένης Σαγιά, δικηγόρου που υπέγραψε για τη Ν Δ. Υπ/νση Κτηματογράφησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.», σχετικά με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία για την ένταξη στο κτηματολόγιο του ΟΤΑ Κερατέας Αττικής, η περιοχή τελεί υπό κτηματογράφηση και βρίσκεται σε φάση κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί η συλλογή εμπρόθεσμων δηλώσεων του Ν. 2308/1995, ενώ συνεχίζεται η συλλογή εκπρόθεσμων δηλώσεων του ίδιου νόμου και δεν είχαν μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία αποτυπωθεί προσωρινά κτηματολογικά στοιχεία, όπου για πρώτη φορά συνδέεται ακίνητο με ΚΑΕΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής η καταχώρισή της στο κτηματολόγιο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθέντων στη νομική σκέψη διατάξεων του νόμου για το κτηματολόγιο, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του μοναδικού λόγου της έφεσης των εκκαλούντων. Ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση, να δικάσει την αγωγή που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 981, 984, 987, 989 ΑΚ, 68, 70, 943 και 947 ΚΠολΔ και για το παραδεκτό της συζητήσεώς της προσκομίζονται από τους ενάγοντες τα απαιτούμενα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, από 12-8-2008 και 1-10-2008 αποδεικτικά υποβολής δήλωσης του Ν. 2308/1995, κατά την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον πράξη ή παράλειψη παραγράφεται. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ η νομή προσβάλλεται με αποβολή ή διατάραξη του νομέα (ΑΠ 1456/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1417/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά αυτή του άρθρου 992 ΑΚ οι αξιώσεις από την αποβολή ή διατάραξη παραγράφονται ένα έτος από αυτή (ΑΠ 1275/2007 ΕλλΔνη 2008. 1677, ΕφΑΘ 1583/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για τον υπολογισμό της παρέλευσης του έτους είναι ο χρόνος της αποβολής (ΑΠ 861/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όταν συμπληρωθεί, δικαιούται ο κάτοχος, να αρνηθεί την παροχή της νομής του κινητού. Η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής (άρθρο 261παρ.1εδ.α'ΑΚ), δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραγραφή που διακόπηκε κατά τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, που τέθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν.4139/13 (ΦΕΚ Α 74/20.3.13), που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Διαδικαστική πράξη θεωρείται εκείνη που είναι «πρόσφορη» και περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας (ή και διαδικαστικής βέβαια) και είναι αναγκαία, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, για την «έναρξη», συνέχιση» ή «αποπεράτωση» της δίκης (ΟλΑΠ 1/11, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 608/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας όμως την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (ΑΠ 608/2015, ο.π.) Περαιτέρω κατά το άρθρο 277 ΑΚ το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 98/2015) προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή (ΑΠ 950/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1667/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη, απαντώντας στην αγωγή, προέβαλε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνει στο παρόν Δικαστήριο, με τις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του, από 18-11-2015 προτάσεις της ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή εν επιδικία, καθώς από την άσκηση της αγωγής μέχρι και την συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποτελεί την επόμενη διαδικαστική πράξη των διαδίκων, παρήλθε χρόνος μείζον του έτους. Ειδικότερα από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 27-8-2010 με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8-10-2013 (βλ. την 7486Β727-8-2010), κατά την οποία πράγματι συζητήθηκε η υπόθεση. Συνεπώς, ο χρόνος της ενιαύσιας παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων, που είχε αρχίσει την 1η Ιανουαρίου του έτους 2010 διακόπηκε, με την επίδοση της ένδικης αγωγής. Μετά την επίδοσή της στην εναγομένη, που ήταν η τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, και το πέρας 6 μηνών από αυτή, άρχισε να τρέχει εκ νέου από τις 28-2-2011 νέα παραγραφή, η οποία και συμπληρώθηκε την 28-3-2011, εφόσον έκτοτε, δηλαδή μετά την παρέλευση εξαμήνου από την επίδοση της αγωγής, δεν έλαβε χώρα κάποια διαδικαστική πράξη των εναγόντων, διακοπτική της παραγραφής, με συνέπεια την παραγραφή των επιδίκων αξιώσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ. Εξάλλου, δεν υπάρχει ισχυρισμός των εναγόντων ότι ζήτησαν, όπως είχαν δικαίωμα, να ορισθεί δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής τους σε χρόνο μικρότερο του έτους από την κατάθεσή της ή το πέρας του εξαμήνου από την επίδοση της αγωγής, επισημαίνοντας τον κίνδυνο παραγραφής και σε καταφατική περίπτωση ότι το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε (ad hoc ΑΠ 608/2015 με το ισχύον δίκαιο). Ως εκ τούτου κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 992 και 261 ΑΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101παρ.1 του Ν. 4139/2013, που άρχισε να ισχύει από 20-3-2013 και καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση, αφού δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση επί της εν λόγω διαφοράς (άρθρο 261 παρ.3 ΑΚ), πρέπει να γίνει δεκτή η κατ' αρχήν νόμιμη ένσταση παραγραφής εν επιδικία των αξιώσεων των εναγόντων, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκα στη νομική σκέψη της παρούσας και να απορριφθεί η αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Οι εκκαλούντες - ενάγοντες που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας που υποβλήθηκε με τις, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων του ενδίκου μέσου στην εκκαλούσα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 4-1-2015 και με αριθμό κατάθεσης 631/3-2-2015 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5798/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ στην ουσία της.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-8-2010 αγωγή με αριθμό κατάθεσης 149017/9925/26-8-2010.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων που αναφέρονται στο σκεπτικό στους εκκαλούντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις.4.-8-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ