Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣτΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

   Παρακάτω παρατίθενται α) το άρθρο 44 του Συντάγματος, που προβλέπει την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και β) αποφάσεις του ΣτΕ, που κρίνουν ως προς το εάν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ή όχι η συνδρομή ή μη της  προϋπόθεσης  έκδοσης μίας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου , δηλαδή το εάν είναι επιτρεπτό να κριθεί   δικαστικά το ένα υπάρχει "έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης"  κατά την έκδοση μίας Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου. 
  Πρέπει ...
να τονιστούν τα εξής:  α)  μέχρι τώρα ποτέ δεν είχε εκδοθεί Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με πρόταση  κυβέρνησης, που δεν διέθετε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα  πάντοτε μέχρι τώρα να υπάρχει  το τεκμήριο ότι η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου εν τέλει θα κυρωθεί  από την Βουλή και β) πολύ περισσότερο ποτέ μέχρι τώρα δεν υπήρξε έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με σκοπό ένα κόμμα, που συμμετέχει στην κυβέρνηση, να νομοθετήσει μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου , αντίθετα προς την εκφρασμένη αντίθεση της πλειοψηφίας της Βουλής , ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει η όχι περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.
    Ιδιαίτερα επισημαίνονται παρακάτω, με μπλε χρώμα α) η άποψη της μειοψηφίας των δικαστών Ν. Σακελλαρίου, Δ. Μαρινάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Δ. Αλεξανδρή  στην πρώτη  παρατιθέμενη υπ' αριθμό 1250/2003 απόφαση του ΣτΕ, η οποία πραγματικά είναι προφητική , διότι επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, χωρίς την συνδρομή της βασικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της, οδηγεί σε αλλοίωση του πολιτεύματος και β)  η άποψη της μειοψηφίας της υπ' αριθμό 3636/1989 απόφασης, η οποία είναι αριθμητικά ισχυρή και σύμφωνα με την οποία ο μη δικαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων για την έκδοση Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου οδηγεί σε συνταγματικά μη επιτρεπόμενη παραχώρηση στην εκτελεστική εξουσία του δικαιώματος να νομοθετεί
     
    

Σύνταγμα

MEPOΣ TPITO - Oργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας > TMHMA B΄ - Πρόεδρος της Δημοκρατίας > KEΦAΛAIO ΔEYTEPO - Eξουσίες και ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου

'Αρθρο 44: (Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δημοψηφίσματα, διαγγέλματα)

1. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Yπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Oι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Bουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Bουλής σε σύνοδο. Aν δεν υποβληθούν στη Bουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
*2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Yπουργικού Συμβουλίου.
Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Kανονισμός της Bουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Bουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.
Aν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία του άρθρου 42 παράγραφος 1 αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
*3. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να απευθύνει προς το Λαό διαγγέλματα, μετά από σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Kυβέρνησης. Tα διαγγέλματα προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1250
Ετος:2003

Περίληψη

Σύνταγμα - Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου -. Εφόσον πράξη νομοθετικού περιεχομένου υποβλήθηκε στη Βουλή και κυρώθηκε από την Ολομέλεια εντός τριμήνου από την ημερομηνία συγκλήσεως της Βουλής σε τακτική σύνοδο, αποτελεί νόμο. (Μειοψ.).
Κείμενο Απόφασης

(Απόσπασμα): Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται στην Ολομέλεια με την από 16.7.2002 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της από 14.6.2002 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας με τίτλο "Έγκριση περιβαλλοντικών όρων, κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και ρύθμιση λοιπών θεμάτων για την εκτέλεση του Ολυμπιακού έργου της Μαραθώνιας διαδρομής" (ΦΕΚ Α' 139/14.6.2002). (...).
Επειδή, στην §1 του άρθρου 44 του Σ ορίζονται τα ακόλουθα : "Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 §1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στην Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής". Όπως έχει ήδη κριθεί με αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (3612/2002, 3636/1989, 2289/1987), αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου1 κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από το νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού της νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η "κύρωση" από το νόμο εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομή του νόμου. Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί, η συνδρομή ή μη των έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, κατά το άρθρο 44 §1 του Σ, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ως αναγομένη στη σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των ασκούντων στην περίπτωση αυτή νομοθετική εξουσία πολιτειακών οργάνων. (ΟλΣτΕ 3636/1989, 2289/1987).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη νομοθετικού περιεχομένου επικαλείται στο προοίμιό της "την ανάγκη να επισπευσθεί η εκτέλεση του Ολυμπιακού Έργου “Μαραθώνια Διαδρομή”, ώστε να αναδειχθεί το κορυφαίο Ολυμπιακό Αγώνισμα του Μαραθώνιου Δρόμου με βάση τον ανασχεδιασμό του, που κατέστη επιβεβλημένος για την καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την ποιοτική αναβάθμιση του έργου και την ως εκ τούτου εξαιρετικώς επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη άμεσης ρυθμίσεως του εκτάκτως ανακύψαντος από τον ανασχεδιασμό ζητήματος". Η πράξη εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14.6. 2002 και υποβλήθηκε στη Βουλή για κύρωση στις 24.7.2002, σε χρόνο δηλαδή κατά τον οποίο είχε ήδη κηρυχθεί η λήξη των εργασιών της Συνόδου της Βουλής με το π.δ. 160/2002 (ΦΕΚ Α' 145/20.6.2002). Εξάλλου, η Βουλή, μετά το πέρας της διακοπής των εργασιών της, συνήλθε εκ νέου σε τακτική σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 §1 και 64 §1 του Σ και, συγκεκριμένα, στις 7.10.2002, ημερομηνία κατά την οποία και άρχισαν οι εργασίες της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια κατά τα άρθρα 44 §1 και 72 §1 του Σ για την κύρωση της πιο πάνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου. Η Ολομέλεια δε της Βουλής προέβη στην κύρωση της πράξεως αυτής με το ν. 3069/2002 (ΦΕΚ Α' 288/29.11.2002), ρητώς δε, άλλωστε, ορίσθηκε στο νόμο αυτό ότι η πιο πάνω πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε, δηλαδή από τότε που εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (14.6. 2002). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη νομοθετικού περιεχομένου υπεβλήθη ενώπιον της Βουλής και κυρώθηκε από την, αρμόδια κατά τα προεκτεθέντα, Ολομέλεια της Βουλής μέσα στις προαναφερόμενες συνταγματικές προθεσμίες. Ειδικότερα, εμπροθέσμως κυρώθηκε στις 29.11.2002 η πράξη νομοθετικού περιεχομένου μέσα στο τρίμηνο από την ημερομηνία (7.10.2002) συγκλήσεως της Βουλής σε τακτική σύνοδο και αβασίμως υποστηρίζεται από τους αιτούντες ότι η τρίμηνη προθεσμία είχε εκπνεύσει διότι άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία (24.7.2002) υποβολής της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου προς κύρωση κατά τη διάρκεια λειτουργίας του Τμήματος διακοπής των εργασιών της Βουλής. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον η προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη νομοθετικού περιεχομένου έχει ήδη καταστεί και μάλιστα αναδρομικώς, κατά τα ανωτέρω, τυπικός νόμος, κατά του οποίου δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως (ΟλΣτΕ 3612/2002, ΣτΕ 2593/2001). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ν. Σακελλαρίου, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Δ. Αλεξανδρής, κατά τη γνώμη των οποίων από τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26 §1 του Σ προκύπτει ότι η νομοθετική εξουσία ανήκει στη Βουλή και είναι συντεταγμένη, υπό την έννοια ότι η Βουλή υποχρεούται να την ασκεί κατά τα άρθρα 73 επ. του Σ και δεν δύναται να την εκχωρεί σε άλλα πολιτειακά όργανα, ειμή μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 του Σ. Κατ' ακολουθία, η διάταξη του άρθρου 44 §1 του Σ, εισάγουσα απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, και ερμηνευομένη, ως εκ τούτου, υπό το φως του άρθρου 26 §1, έχει την έννοια ότι εκχωρείται μεν προσωρινή αρμοδιότης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ασκεί κανονιστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, τούτο όμως επιτρέπεται υπό τον όρο ότι συντρέχουν "έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης", δηλαδή περιπτώσεις που συνιστούν αντικειμενική αδυναμία της Βουλής, ένεκα χρονικών πιέσεων, να ασκήσει τη λειτουργία της. Με τη ρύθμιση δηλαδή αυτή δεν ανατίθεται παράλληλη και προσωρινή νομοθετική αρμοδιότης στον Αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, αλλ' απλώς παρέχεται εις αυτόν συνταγματική, αντί νομοθετικής, εξουσιοδότηση να ασκεί κανονιστική εξουσία υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή. Ο έλεγχος αυτός είναι αυτονόητος και αναγκαίος προς διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και προς αποφυγή της αλλοιώσεως του πολιτεύματος από τον κίνδυνο καταχρηστικής προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 44 §1. Κατά συνέπειαν, εάν μεν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις και η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί εμπροθέσμως από τη Βουλή, τότε αποκτά εξ αρχής πλήρη νομοθετική ισχύ υπό τις προϋποθέσεις ισχύος των αναδρομικών νόμων. Εάν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις αλλ' η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν κυρωθεί εμπροθέσμως από τη Βουλή, τότε αυτή ισχύει για το χρονικό διάστημα από της εκδόσεώς της μέχρι της εκπνοής των προθεσμιών του άρθρου 44 §1, υποκειμένη σε ακυρωτικό έλεγχο όπως κάθε κανονιστική πράξη. Εάν, τέλος, δεν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις αλλ' η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί εμπροθέσμως από τη Βουλή, τότε αυτή ισχύει από της κυρώσεώς της ως νόμος για το μέλλον και μόνον, ενώ για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (από της εκδόσεως μέχρι της κυρώσεώς της) παραμένει κανονιστική πράξη, η οποία υπόκειται σε ακύρωση, ως άνευ νομίμου ερείσματος εκδοθείσα, και της οποίας η εν λόγω πλημμέλεια είναι ελεγκτή παρεμπιπτόντως επ' ευκαιρία προσβολής ατομικών διοικητικών πράξεων εκδοθεισών βάση αυτής. Κατά ταύτα, σε περίπτωση ευθείας προσβολής επί ακυρώσει πράξεως νομοθετικού περιεχομένου κυρωθείσης από τη Βουλή, ο ακυρωτικός δικαστής οφείλει, πέραν του ελέγχου της εμπροθέσμου κυρώσεως, να ελέγξει και τη συνδρομή των εκτάκτων περιπτώσεων, εάν δε κρίνει ότι αυτές δεν συντρέχουν, να ακυρώσει την πράξη αυτή για το χρονικό διάστημα από της εκδόσεως μέχρι της κυρώσεώς της, ως εκδοθείσα κατά παράβαση του άρθρου 44 §1 του Σ. Κατ' εφαρμογήν των ανωτέρω, η προσβαλλομένη πράξη νομοθετικού περιεχομένου είναι ακυρωτέα, διότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για την έκδοσή της, δεδομένου ότι τα ρυθμιζόμενα υπ' αυτής θέματα, φύσεως αμιγώς διοικητικής (έγκριση περιβαλλοντικών όρων του έργου κατασκευής και λειτουργίας της Μαραθώνιας διαδρομής, κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, έγκριση διαθέσεως πιστώσεων κ.λπ.) είχαν αποτελέσει ήδη από το έτος 2001 αντικείμενο αντίστοιχων διοικητικών πράξεων, ορισμένες μάλιστα εκ των οποίων είχαν προσβληθεί επ' ακυρώσει και εν συνεχεία ανακληθεί υπό της Διοικήσεως. Μειοψήφησαν επίσης οι Σύμβουλοι Φ. Αρναούτογλου και Ν. Ρόζος, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη : ο συντακτικός νομοθέτης, εξουσιοδοτώντας, με το άρθρο 44 § 1 του Σ, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) προς αντιμετώπιση εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, απέβλεψε, με τη θεσμοθέτηση αυτή του δικαίου της ανάγκης, στο να επιτρέψει αποκλειστικά και μόνο τη θέσπιση πρωτογενών κανόνων δικαίου κατά παρέκκλιση της συνήθους χρονοβόρου διαδικασίας της Βουλής. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, ΠΝΠ δεν επιτρέπεται να περιέχει ατομικές ρυθμίσεις. Γιατί, ναι μεν ο κοινός νομοθέτης, που έχει ως κύριο έργο του τη θέσπιση κανόνων δικαίου, δεν στερείται της δυνατότητος θεσπίσεως και ατομικών ρυθμίσεων, όμως η κατ' εξαίρεση δυνατότητά του αυτή δεν περιλαμβάνεται στην κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εξ άλλου, κατά την αυτή άποψη, οι πράξεις του άρθρου 44 §1 του Σ είναι μεν νομοθετικού περιεχομένου, δεν παύουν, όμως, ως πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, να είναι πράξεις διοικητικές, παραδεκτώς προσβαλλόμενες επί ακυρώσει. Με τα δεδομένα αυτά, σε περίπτωση που ΠΝΠ περιέχει ανεπίτρεπτα, κατά τα ανωτέρω, ατομικές ρυθμίσεις, όπως εν προκειμένω, ο νόμος που την κυρώνει, μέσα, έστω, στις προθεσμίες του άρθρου 44 §1 του Σ, κατά μεν το μέρος που ανατρέχει στο χρόνο εκδόσεώς τους είναι αντισυνταγματικός ή αντίθετος στην ως άνω συνταγματική διάταξη και, ως εκ τούτου, ανίσχυρος. Κατά τα λοιπά, όμως, εφεξής ισχύει με αποτέλεσμα να παύει στο εξής η ισχύς της ΠΝΠ. Επομένως, εν προκειμένω που, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατά της προσβαλλομένης ΠΝΠ, η πράξη αυτή κυρώθηκε κατά τα ανωτέρω, ναι μεν δεν κατέστη νόμος από τότε που ίσχυσε παρά τη ρητή επιταγή του κυρωτικού νόμου, έπαυσε όμως, να ισχύει ως διοικητική πράξη από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με συνέπεια να τίθεται θέμα καταργήσεως της δίκης κατά το άρθρο 32 §2 του π.δ. 18/1989 και εξετάσεως του ισχυρισμού των αιτούντων περί ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντός τους προς συνέχισή της.

Πρόεδρος:Χ. ΓΕΡΑΡΗΣ
Εισηγητές:Α. ΓΚΟΤΣΗΣ
Λήμματα:Σύνταγμα ,Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ετος:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:3636
Ετος:1989

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 3636/1989
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκείμενον εκ των μελών αυτού, Β. Μποτόπουλου, Προέδρου, Γ. Κουτνατζή, Α. Μαρίνου, Α. Φαρμάκη, Γ. Κουβελάκη, Χ. Μακρίδη, Κ. Γ. Χαλαζωνίτη, Λ. Οικονόμου, Γ. Δεληγιάννη, Ν. Παπαδημητρίου, Ι. Μαρή, Θ. Χατζηπαύλου, Φ. Στεργιοπούλου, Συμβούλων της Επικρατείας, Κ. Μενουδάκου και Ε. Γαλανού, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασαν δημοσία εν τω ακροατηρίω του τη 6η Οκτωβρίου 1989, παρόντος και του Γραμματέως, Φρ. Κ., ίνα επιλύση το δια της υπ' αριθμ. 4197/88 αποφάσεως του Γ' Τμήματος, παραπεμφθέν ενώπιον αυτής ζήτημα, προκύψαν εκ της από 30ης Ιουλίου 1985 αιτήσεως:
τ ο υ Γ. Μιχαήλ Ρ., τέως Αστυνομικού Διευθυντού Ελληνικής Αστυνομίας, κατοίκου θεσ/κης, οδός Π. Μ. αρ. 9, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Λιακοπούλου (ΑΜ 8512/89), δυνάμει πληρεξουσίου,
κ α τ ά του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, μη παραστάντος,
π ε ρ ί ακυρώσεως του από 24.5.1985 Π.Δ/τος, δημοσιευθέντος εν περιλήψει εις το υπ' αριθμ. 143/31.5.1885 ΦΕΚ τ. Γ', δι ου ετέθην εις αποστρατείαν τη αιτήσει του με τον ον έφερεν βαθμόν του Αστυνομικού Δ/ντού της Ελληνικής Αστυνομίας, και πάσης ετέρας συναφούς πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως. Α κ ο ύ σ α ν του Εισηγητού, Συμβούλου της Επικρατείας, Α. Μαρίνου, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεσιν αυτού.
Α κ ο ύ σ α ν του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, αναπτύξαντος και προφορικώς τους λόγους της υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησαμένου την παραδοχήν αυτής.
Ι δ ό ν τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σκεφθέν κατά τον Νόμον
1. Επειδή για την άσκηση της, κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθησαν τα κατά νόμον τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα Εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών: 7673647 και 7673658 έτους 1985 και ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου: 348968 και 483177).
2. Επειδή, ο αιτών Αστυνομικός Διευθυντής Ειδικών Καθηκόντων (Υγειονομικού), υπέβαλε, την 12.5.1985 την παραίτησή του από την υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 152/1985, προκειμένου να ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής κατά τις προκηρυχθείσες για την 2.6.1985 βουλευτικές εκλογές. Με πρ. διάταγμα από 24.5.1985 (ΦΕΚ Γ 143/31.5.1985) αποστρατεύθηκε με τον ίδιο βαθμό, ενόψει των διατάξεων της από 24.4.1985 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΦΕΚ Α71/24.4.1985), με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 εδάφιο γ'του ν. 1481/1984, και όχι με τον βαθμό του Υποστρατήγου της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως όριζε για τους Αστυνομικούς Διευθυντές, που εξέρχονται από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο εκτός των περιπτώσεων καταδίκης ή αποτάξεως ύστερα από ποινική καταδίκη, η αντικατασταθείσα με την πιο πάνω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, πιο πάνω διάταξη του ν. 1481/1984. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να ακυρωθεί το μνημονευόμενο διάταγμα ως προς τον βαθμό αποστρατείας του αιτούντος.
3. Επειδή η υπό κρίση αίτηση παραπέμπεται στην Ολομέλεια με την υπ' αριθμ.
4197/1988 απόφαση του Γ' Τμήματος του δικαστηρίου για να επιλυθεί το ζήτημα εάν το δικαστήριο έχει εξουσία νε ελέγξει παρεμπιπτόντως, επ' ευκαιρία προσβολής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου που δεν υποβλήθηκε στη Βουλή προς κύρωση, εάν συνέτρεχαν για την έκδοση της πράξεως έκτακτες περιστάσεις εξαιρετικά επείγουσα, και απρόβλεπτης ανάγκης.
4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος ορίζονται τα ακόλουθα "Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής". Από την πιο πάνω συνταγματική διάταξη προκύπτει ότι ζήτημα δικαστικού ελέγχου της συνδρομής ή μη των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, δεν μπορεί να τεθεί, γιατί, αν μεν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από τον νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η "κύρωση" από μέρους του νόμου εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομήν του νόμου, ο νόμος δε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν υπόκειται ως προς τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, είτε εφεξής είτε αναδρομικώς, στον περιορισμό "των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης" αν δε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί από τη Βουλή, η μνημονευομένη συνταγματική διάταξη ορίζει ότι η πράξη αυτή παύει να ισχύει "στο εξής", άρα ότι πάντως ισχύει για το διάστημα από τη δημοσίευσή της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών προθεσμιών για την κύρωσή της ή, κατά περίπτωση, μέχρι την απόφαση της Βουλής να μην την κυρώσει είτε γιατί δεν συμφωνεί με την εκτίμηση της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι συνέτρεχαν έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούσαν την απόκλιση από την κοινή νομοθετική διαδικασία είτε γιατί δεν συμφωνεί από ουσιαστική άποψη με το περιεχόμενο της ρύθμισης που έγινε με την Πράξη. ’λλωστε, η κρίση ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια του άρθ. 44 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί συνδέεται, με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στην σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν στην πιο πάνω περίπτωση τη νομοθετική εξουσία (ΣτΕ 2289/87, 955/88). Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 44 § 1 του Συντάγματος σε περίπτωση κατά την οποίαν δεν υποβληθεί στη Βουλή προς κύρωση πράξη νομοθετικού περιεχομένου ή δεν κυρωθεί απ' αυτήν, ναι μεν η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου παύει να ισχύει εφ' εξής, το κύρος της όμως για το διάστημα που έχει εν τω μεταξύ διαρρεύσει εξαρτάται από το εάν συνέτρεχε κατά τον χρόνον εκδόσεώς της η προϋπόθεση των εκτάκτων περιστάσεων "εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης". Ο έλεγχος δε της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής, την οποία αξιώνει το Σύνταγμα για να επιτρέψει την χωρίς συμμετοχή της Βουλής εξαιρετική άσκηση νομοθετικής εξουσίας, επιφυλάσσεται στην περίπτωση αυτή, στον δικαστή, κατά την αληθή έννοιαν του άρθρου 44 § 1 του Συντάγματος, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με τα άρθρα 87 § 3 και 93 § 4 αυτού. Υπό την αντίθετη ερμηνεία παρέχεται στην εκτελεστική εξουσία η δυνατότητα να θεσπίζει κανόνες δικαίου με οποιοδήποτε περιεχόμενο χωρίς καμμία απολύτως, ούτε καν εκ των υστέρων, σύνταξη της Βουλής. Τέτοια όμως δυνατότητα δεν θέλησε να παραχωρήσει στην εκτελεστική εξουσία ο συνταγματικός νομοθέτης όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος κατά την διάρκεια των οποίων τονίσθηκε ότι υπό το νέο άρθρο 44 § 1 του Συντάγματος τα δικαστήρια δεν θα έχουν εξουσία να ελέγξουν την συνδρομή της πιο πάνω προϋποθέσεως διότι τούτο είναι έργο της Βουλής εξ ου συνάγεται, κατά την πιο πάνω γνώμη της μειοψηφίας, ότι εάν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθεί προς έγκριση στη Βουλή ή δεν εγκριθεί από αυτήν τον έλεγχον αυτόν θα τον ασκήσει ελλείψει άλλου οργάνου ο δικαστής (βλ. πρακτικά Συζητήσεως επί του σχεδίου Συντάγματος της Α' Υποεπιτροπής της Βουλής σελ. 174-175).
5. Επεδή, μετά την επίλυση του πιο πάνω ζητήματος η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ' Τμήμα για να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που πλήττουν, από άλλη άποψη, την συνταγματικότητα της νομοθετικής ρυθμίσεως που έγινε με την πιο πάνω πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου καθόσον αφορά τον αιτούντα. Διά ταύτα
Επιλύει το ζήτημα που παραπέμφθηκε με την υπ' αριθμ. 4197/1988 απόφαση του Γ' Τμήματος.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Γ' Τμήμα.
Εκρίθη και απεφασίσθη εν Αθήναις τη 6η και 27η Οκτωβρίου 1989, εδημοσιεύθη δ' αυτόθι εν δημοσία συνεδριάσει τη 17η Νοεμβρίου 1989.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς
??
??
??
??
-5-
Αριθμός 3636/1989
./.
./.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ








ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:822
Ετος:1995

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 822/1995
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 1995 με την εξής σύνθεση : Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β Τμήματος, Θ. Χατζηπαύλου, Φ. Στεργιόπουλος, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β Τμήματος. Γ ι α να δικάσει την από 30 Νοεμβρίου 1992 αίτηση :
τ ο υ Προϊσταμένου της Δ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Παν. Κιούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κ α τ ά των : 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Π. αρ. 3 και 2) εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΕΠΕ NIVICO", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Π. αρ. 3, ως μελών της λυθείσης και εκκαθαρισθείσης ΕΠΕ "NOVUS INTERNATIONAL" οι οποίες παρέστησαν με το δικηγόρο Χρυσόστομο Βούρδα (Α.Μ.
2256), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 2963/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Γαλανού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων εταιρειών, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι ,
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση που ασκείται σύμφωνα με το νόμο χωρίς καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς, η αναίρεση της απόφασης 2963/1992 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία αναφέρεται σε εισφορά επιβληθείσα με βάση την υπ' αριθ. Ε.3789/1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε βάρος της ήδη λυθείσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "NOVUS INTERNATIONAL", της οποίας εταίροι ήταν οι ήδη αναιρεσίβλητες εταιρίες.
2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση νομίμως εισάγεται ενώπιον του Τμήματος με επταμελή σύνθεση μετά την από 24.10.1994 πράξη του Προέδρου του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας.
3. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 2 και 44 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπουν, αντίστοιχα, τη δυνατότητα εκδόσεως κανονιστικών διοικητικών πράξεων που θεσπίζουν πρωτεύοντες κανόνες δικαίου, με βάση ειδική εξουσιοδότηση παρεχόμενη από διάταξη νόμου, και τη δυνατότητα εκδόσεως πράξεων νομοθετικού περιεχομένου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών και του άρθρου 95 παρ. 1, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως, καθώς και προς τις διατάξεις των άρθρων 73 και επομένων του Συντάγματος, οι οποίες καθορίζουν τη νομοθετική λειτουργία της Βουλής, συνάγεται ότι η Βουλή, ως παράγοντας της νομοθετικής λειτουργίας, ψηφίζει νομοσχέδια ή προτάσεις νόμων κατά τη διαδικασία των άρθρων
73 και επ. του Συντάγματος και ότι, δι' αυτών, είναι δυνατόν να παρέχει εκ των προτέρων ειδική εξουσιοδότηση στα όργανά της, εκτελεστικής εξουσίας προς θέση πρωτευόντων κανόνων δικαίου κατά τους όρους του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος και τους λοιπούς εκ του Συντάγματος απορρέοντες περιορισμούς. Εξ άλλου, από το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος ρυθμίζεται η περίπτωση της θέσεως τέτοιων κανόνων δικαίου σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Από τα προεκτεθέντα παρέπεται ότι το Σύνταγμα ρύθμισε ειδικά και εξαντλητικά τις περιπτώσεις θέσεως πρωτευόντων κανόνων δικαίου από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η ρύθμιση δε αυτή είναι επιτακτική με συνέπεια ότι κανόνας δικαίου, τιθέμενος από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, είναι ένεκα τούτου ανίσχυρος και δεν μπορεί, με τη μορφή του αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με αναδρομική κύρωσή του με νόμο. Διότι η νομοθετική εξουσία και ειδικότερα η Βουλή, έχει μεν τη δυνατότητα να θέτει αναδρομικούς κανόνες δικαίου επί αντικειμένων για τα οποία δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα η αναδρομική ρύθμιση, η εξουσία της, όμως, αυτή δεν είναι δυνατόν να φθάσει μέχρις αναδρομικής εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως κανόνων δικαίου, που έχουν τεθεί κατά προφανή παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, επειδή μια τέτοια ενέργεια της Βουλής άγει ευθέως σε καταστρατήγηση των ως άνω απαγορευτικών διατάξεων του Συντάγματος. Συνεπώς, νόμος, ο οποίος κυρώνει αναδρομικά υπουργική απόφαση εκδοθείσα χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή καθ' υπέρβασιν αυτής, είναι ανίσχυρος κατά το μέρος κατά το οποίο ισχυροποιεί αναδρομικά τον κατά παράβαση του Συντάγματος τεθέντα ως άνω κανόνα δικαίου, χωρίς να θίγεται πάντως η ισχύς του για το μέλλον (Ολομ. ΣτΕ 3596/1991). Εξάλλου, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στερείται εν πάση περιπτώσει νομίμου ερείσματος ατομική διοικητική πράξη, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει ανίσχυρης ως άνω κανονιστικής υπουργικής απόφασης, πριν από τη δημοσίευση του νόμου του κυρώνοντος αναδρομικά την εν λόγω κανονιστική απόφαση.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, σε βάρος της ως άνω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "NOVUS INTER- NATIONAL" που έχει ήδη διαλυθεί, επιβλήθηκε με το υπ' αριθ. 188/ 8.6.1988 εκκαθαριστικό σημείωμα της φορολογικής αρχής εισφορά με βάση τις διατάξεις της υπ' αριθ. Ε.3789/15.3.1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών η οποία, εκδοθείσα χωρίς να υπάρχει σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση, κυρώθηκε από τότε που εκδόθηκε με το Ν. 1796/1988 (ΦΕΚ Α 152/11.7.1988), δηλαδή μετά την έκδοση του επίδικου εκκαθαριστικού σημειώματος. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι παράνομα εκδόθηκε σε βάρος της εν λόγω εταιρίας, το ως άνω σημείωμα και ότι, συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί κατ' αποδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης των μελών της εταιρίας. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδικο εκκαθαριστικό σημείωμα, εκδοθέν με βάση την ως άνω υπουργική απόφαση, που είχε εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, πριν από την κύρωση αυτής με τον ως άνω Ν. 1796/1988, εστερείτο νομίμου ερείσματος και ορθά κρίθηκε ακυρωτέο. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου μόνος λόγος αναιρέσεως.
5. Επειδή, κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση και
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που ανέρχεται σε δέκα τέσσερις χιλιάδες (14.000) δραχμές.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 1995
Ο Πρόεδρος του Β Τμήματος Η Γραμματέας του Β Τμήματος
Σ. Γιάγκας
Μ. Μπερδεμπέ
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 1995. Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Θ. Χατζηπαύλου
Π. Στεργιοπούλου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ