Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΕΓΓΡΑΦΟΣ ΤΥΠΟΣ , ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ, ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΤΙΖΟΥΝ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΝΠΔΔ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΤΩΝ 2.500 ΕΥΡΩ




ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1160
Ετος:
2013



Περίληψη
Τύπος των συμβάσεων των ΝΠΔΔ -. Κάθε σύμβαση του ΝΠΔΔ που έχει αντικείμενο άνω 2.500 € πρέπει να συντάσσεται εγγράφως. Ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, και για το λόγο αυτό η έλλειψή του καθιστά άκυρη τη σύμβαση, αίρεται δε η ακυρότης σε περίπτωση εκτελέσεως της συμβάσεως, μόνο όταν για την σύναψή της προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/84, ΑΠ 1057/11, 1135/10, 1161, 1694/09, 181/04, 1626/95).
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1160/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Μ. ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στην... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Μήλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
    Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ "Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας" που εδρεύει στην ..., που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσατσάνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 155/2010 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-10-2010 αίτησή της.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. ...

ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΝΟΜΟΥ- ΤΙ ΔΕΧΕΤΑΙ Η ΑΠ 1063/2013 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ,ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ, ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ



Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1063
Ετος:
2013



Περίληψη
Μη αναδρομικότητα του νόμου - Γνήσια και μη γνήσια αναδρομή - Παραγραφή ασφαλιστικών αξιώσεων - Διαχρονικό δίκαιο περί παραγραφής αξιώσεων ασφαλισμένου κατά της ασφαλιστικής εταιρίας -. Αρχή της μη αναδρομικότητας του νόμου (άρθρο 2 ΑΚ). Αφορά τη γνήσια αναδρομή. Δεν εφαρμόζεται όμως στη μη γνήσια αναδρομή, δηλαδή όταν ο νέος νόμος καλείται να ρυθμίσει έννομες συνέπειες, που γεννήθηκαν μετά την έναρξη εφαρμογής του, αλλά πηγάζουν από έννομες σχέσεις ή καταστάσεις προϋφιστάμενες του νόμου. Τροποποίηση στο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από την ασφαλιστική σύμβαση. Όταν η παραγραφή έχει αρχίσει υπό το παλαιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου δικαίου και επιμηκύνει την παραγραφή, τότε η τελευταία συνεχίζεται υπό το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου. Συνεπεία τούτων, η διετής παραγραφή της αξιώσεως του παθόντος που άρχισε να τρέχει πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3557/2007 (14.5.2007), ενόσω δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εφεξής καθίσταται πενταετής στο σύνολό της.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1063/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή και Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ, που εδρεύει στη Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τη...

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΠΑΓΙΩΜΕΝΗ ΠΛΕΟΝ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΡΙΝΕΙ ΟΤΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙΣΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ Ν.3068/02, ΟΠΩΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 20 ΤΟΥ Ν. 3301/2004, ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ

Σε κάθε περίπτωση από σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ενώ η νομολογία διχαζόταν  μόνον ως προς το εάν  είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου και ΝΠΔΔ και από σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν και, επίσης και το   ζήτημα αυτό , με βάση την τελευταία νομολογία του Αρείου Πάγου, επιλύεται, γενομένου δεκτού ότι είναι δυνατή η έκδοση τέτοιας διαταγής πληρωμής , κι αν ακόμη η απαίτηση απορρέει από σχέσεις δημοσίου δικαίου.

Παρακάτω παρατίθενται οι σημαντικότερες αποφάσεις 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
369
Ετος:
2014


Περίληψη
Εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών πληρωμής κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και διαταγές πληρωμής -. Εκτελούνται και οι διαταγές πληρωμής, χωρίς εξαίρεση, διότι το άρθρ. 20 του ν. 3301/2004 που απαγορεύει την εκτέλεση αυτή αντίκειται στο Συντ, την ΕΣΔΑ κ.λπ. Επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/05, 23/90). Η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού ο περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 369/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
    Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζ. Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπρέγιαννο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Ιανουαρίου 2006 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1918/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2836/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 22 Νοεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δ' αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. " Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
    Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ'αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, "Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά". Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού - δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 - Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ' αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ.με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, και ΟΛ ΑΠ 4/2005). Με τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος τους, λόγους της αναίρεσης προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο η, από το άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 ν.3301/2004), και 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ.11 ν.2065/92), απέρριψε τους σχετικούς λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσας σε βάρος του, από την αναιρεσίβλητη, με βάση την αναφερομένη σ'αυτούς (λόγους) τελεσίδικη, όχι όμως αμετάκλητη, αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υπ'αριθμ. 1054/2006 Δ/γής Πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών, σύμφωνα με τους οποίους η τελευταία πάσχει ακυρότητα, απορρέουσα από το νομικά ανεπίτρεπτο της έκδοσής της λόγω αφενός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ν.3068/2002 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής, η οποία (απαγόρευση) αναιρεί το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της και αφετέρου της κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.παρ. 1-2 ν.1715/1951 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες, η οποία (απαγόρευση) καθιστά αδύνατη και την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστικά απόφαση, δεχθείσα, εσφαλμένως κατά το αναιρεσείον, ότι "η μεν διάταξη του άρθ. 1 παρ.2 ν.3068/2002 είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, αντισυνταγματική, η δ' αυτή του άρθ. 19 παρ.παρ.1-2 - ν.1715/1951 δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής αφού οι προβλεπόμενοι γι' αυτήν περιορισμοί αφορούν την εκτελεστότητα των παραπάνω αποφάσεων και όχι το απορρέον απ' αυτές δεδικασμένο με βάση το οποίο ζητήθηκε η έκδοσή της". Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την παραπάνω κρίση της η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ορθή ερμηνεία τόσο της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 20 ν.3301/2004), δεχθείσα την αντισυνταγματικότητα της προβλεπομένης από αυτή απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής και συνακόλουθα την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της, όσο και αυτής του άρθρου 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρ.41 παρ.11 ν.2065/1992) δεχθείσα ότι η προβλεπομένη απ' αυτήν απαγόρευση εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες δεν παρακωλύει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του τελευταίου με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, αφού ο τιθέμενος μ' αυτήν περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
    Ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή, ανακοπή κλπ απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 701/2011). Κατ' ακολουθίαν αυτών οι ίδιοι ως άνω λόγοι, κατά το δεύτερο σκέλος τους, με τους οποίους προβάλλεται από το αναιρεσείον η από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απόφαση "με ανεπαρκείς, αυθαίρετες και αντιφατικές αιτιολογίες" απέρριψε ως μη νόμιμους τους παραπάνω λόγους της κατά της αναιρεσίβλητης ασκηθείσας ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι αφού η προβαλλομένη ως άνω αιτίαση δεν αναφέρεται σε έλλειψη και ανεπαρκεία αιτιολογίας σχετικής με την επί της ουσίας αλλά με την περί του νομικά βασίμου κρίση της προσβαλλομένης απόφασης για την οποία δεν παρέχεται ο από το άρθρο 559 αρ. 19 αναιρετικός λόγος (ΟλΑΠ 3/97, ΑΠ 701/11). Κατ' ακολουθίαν αυτών και ενόψει της μη υπάρξεως άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης χωρίς να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της νικήσασας αναιρεσίβλητης, ελλείψει σχετικού αιτήματος της τελευταίας.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2013 αίτηση αναίρεσης της 2836/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2014.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1825
Ετος:
2013


Περίληψη
Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ κ.λπ. - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγή πληρωμής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -. Έκδοση διαταγών πληρωμής και εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. άρθρ. 20 ν. 3301/2004). Η νομοθετική ρύθμιση του άνω άρθρου, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΠ 2347/09). Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο αφ’ ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις διατάξεις των άρθρων: 94 και 95 παρ. 5 Σ, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 εδ. α’ ΔΣΑΠΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενώ αφ’ετέρου, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν. 3068/2002 με το άρθρο 20 Ν. 3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1825/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία " …" και τον διακριτικό τίτλο " …" τελούσας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης νόμιμα από τους εκκαθαριστές της 1) Ε. Χ., 2) Δ. Χ. του Χ. και 3)Ι. Ι., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λακαφώση.
    Τoυ αναιρεσιβλήτου: Πρωτοβαθμίου Οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ", που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Σκλιβάγκου.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2005 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2662/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 4081/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 5-7-2011 αίτησή της.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, διορθώνοντας την από 12-4-2013 έκθεσή του, εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α' ΚΠολΔ: "Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν [Α.Π.113/2012]. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος: " 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει: "Κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος: "Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται: "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και oι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/ Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική., νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Τέλος, το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α'του ίδιου Συμφώνου ορίζει: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα" . Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο-20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (Ολ. ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ' ετέρου δε, ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Α.Π. 2347/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας, κατόπιν αιτήσεως της ήδη αναιρεσειούσης εταιρίας εξεδόθη από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη βάσει τεσσάρων τιμολογίων - δελτίων αποστολής και των συνοδευόντων αυτά λοιπών εγγράφων η υπ' αριθ. 3185/2005 διαταγή πληρωμής. Με αυτήν υποχρεώθηκε ο καθ' ού και ήδη αναιρεσίβλητος Δήμος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα νομιμοτόκως το ποσόν των 57.243,22 ευρώ. Αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση για το συνολικό ποσόν των 65.356,64 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται το ανωτέρω κεφάλαιο, οι τόκοι και τα έξοδα, επεδόθη στον αναιρεσίβλητο Δήμο, ο οποίος άσκησε την ένδικη ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν.3068/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 Ν.3301/2004, δεν είναι δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται κατά του αναιρεσιβλήτου Δήμου η αναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση του Δήμου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ανακοπή του Δήμου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την ανακοπή, την οποία δέχθηκε κατ'ουσίαν και ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα το Εφετείο αφ' ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις αναφερθείσες στην αρχή διατάξεις των άρθρων α') 94 και 95 παρ.5 του Συντάγματος, β') 2 παρ.3 και 14 παρ.1 εδ.α' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997) και γ') 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., αφ'ετέρου δε, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν.3068/2002 με το άρθρο 20 Ν.3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Ακολούθως, παρελκούσης της ερεύνης του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 4081/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
    Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
    Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης, τα οποία ορίζει σε χίλια (1000) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
2347
Ετος:
2009




Περίληψη
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ - Εξομοίωση των διαταγών πληρωμής με δικαστικές αποφάσεις - Δικαιοδοσία - Σύστημα διοικητικής επίλυσης διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου - Άρνηση πληρωμής της αμοιβής του αναδόχου -. Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νπδδ, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις εις βάρος τους. Στους τίτλους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 20 ν. 3301/2004 που αποκλείει την εκτέλεση εναντίον του Δημοσίου κλπ ορισμένων εκτελεστών τίτλων μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. Καθιέρωση συστήματος διοικητικής επίλυσης των διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου επί ποινή απαραδέκτου. Πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου, ο ανάδοχος του οποίου τα έννομα συμφέροντα προσβάλλονται με πράξεις της διευθύνουσας υπηρεσίας δικαιούται μέσα σε τακτή προθεσμία να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή και στη συνέχεια αίτηση θεραπείας. Όταν όμως δεν ...

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ- ΝΟΜΙΜΗ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ Ή ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 143 ΠΑΡ. 1 & 3 ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΤΜΗΜΑ Γ'
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1491
Ετος:
1997


Περίληψη
Δικηγόροι - Δικηγορική πληρεξουσιότητα - Δικαστικό τεκμήριο - Ενορκες βεβαιώσεις - Θάνατος διαδίκου - Επανάληψη διακοπείσας δίκης -. Αυτοδίκαια επαναλαμβάνεται η δίκη που διακόπηκε με τον θάνατο κάποιου των διαδίκων, εφόσον κοινοποιήθηκε πρόσκληση στους κληρονόμους του θανόντα, μετά την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς, και έχουν περάσει 30 ημέρες από την πρόσκληση. Ο δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντα. Εφόσον ο ενάγων, συνεχίζοντας την ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς την διεξαγωγή της, όλες οι πράξεις που ενεργήθηκαν από τον δικηγόρο που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, τον δεσμεύουν, ανεξάρτητα από το εάν συνέχισε μεταγενέστερα τη δίκη με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο ανωτέρω δικηγόρος είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου για λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκου ή Συμ/φου.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1491/1997
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Κωνσταντίνο Τζένο και Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 1997, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Μακρυνιώτη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος-καλούντος: Νικολάου Βασιλείου Λάμπρου, κατοίκου Κορυδαλλού Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζίνα.
Των αναιρεσιβλήτων-καθών η κλήση: 1) Στεφάνου Ι. Μ., κατοίκου Πειραιώς, 2) Αναστασίου Ι. Μ., κατοίκου Νεαπόλεως Πειραιώς, 3)Ι. Α. Μ., κατοίκου Τερψιθέας Γλυφάδας Αττικής, 4)Μαρίας συζ. Ι. Τ. το γένος Α. Μ., κατοίκου Πέρδικας Αιγίνης, 5) Βαρβάρας συζ. Κ. Φ. το γένος Α. Μ., κατοίκου Σεπολίου   Αθηνών, 6) Α. Γ. Μ., κατοίκου Αχαρνών Αττικής, 7) Γεωργίας συζ. Τ. Χ. το γένος Γ. Μ., κατοίκου Αχαρνών Αττικής, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης την 25.4.1995 αρχικής ενάγουσας Α. χήρας Α. Μ. το γένος Ι. Μπούρτζη, κατοίκου μέχρι του θανάτου της Πέρδικας Αιγίνης, 8) Νικολάου Μ. Μ., κατοίκου Νικαίας Πειραιώς, 9) Ι. Μ. Μ., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, 10) Μαρίας συζ.
Σωτηρίου Τσολάκου το γένος Μ. Μ., ως αρχικώς εναγόντων και ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης την 17.7.1991 αρχικής ενάγουσας Α. χήρας Μ. Μ. το γένος Μ. Κ., κατοίκου μέχρι του θανάτου της Πέρδικας Αιγίνης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.5.1990 αγωγή των ήδη
αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 580/1991 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 119/1993 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση των παραπάνω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25.8.1993 αίτησή του. Η υπόθεση έρχεται για συζήτηση με την από 6.8.1996 κλήση.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων-καλών, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Πρασουλίδης ανέγνωσε την από 27.2.1996 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε...

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΣΥΝΗΘΩΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΝΠΔΔ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ "ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ" ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:6436
Ετος:2012

Περίληψη

Εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου - Υποχρέωση κατάθεσης ισόποσης εγγυητικής επιστολή - Αμετάκλητες αποφάσεις - Επιτόκιο οφειλών Δημοσίου - Προνόμια Δημοσίου - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αρχή ισότητας - Ανακοπή για την ακύρωση διαταγής πληρωμής - Συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου -. Επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση και κατά του Δημοσίου και των λοιπών νπδδ στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμιά του για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, βάσει των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στον ΚΠολΔ. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου είναι δυνατή μόνο δυνάμει αμετάκλητων αποφάσεων. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη με την οποία ο αντίδικος του Δημοσίου ιδιώτης οφείλει να προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή τράπεζας υπέρ αυτού για τη διασφάλισή του, καθώς καθιερώνει προνόμιο μόνο υπέρ του Δημοσίου το οποίο δεν λειτουργεί αμφίπλευρα, δηλαδή και υπέρ των ιδιωτών, θεσπίζοντας προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη που προβλέπει διαφοροποιημένο προνομιακό υπέρ του Δημοσίου ύψος επιτοκίου.
Κείμενο Απόφασης

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ

Αριθμός 6436/2012

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, Παναγιώτα Μέντζα, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5-9-2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

    TOY ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. Σταυρούλας Θεοδωρακοπούλου.

    ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Εταιρείας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» που εδρεύει στην Κάντζα Παλλήνης Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της...

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΑΠΡΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ)-- ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ

Αριθμός 951/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Κότσιφα, ο οποίος ανακάλεσε την από 5/3/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Κ., συζύγου Π. Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αβούρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5590/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 412/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία της αναιρεσιβλήτης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε, διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόμιμης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως "αιτιολογίες", όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1020/2005).
Συνεπώς, ο πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν περιέχει μείζονα πρόταση που να διαλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν, είναι απαράδεκτος, διότι δεν εμπίπτει σε κανένα από τους αναιρετικούς αυτούς λόγους. Επειδή κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδάφ. α' και 1850 εδάφ. β' του ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά δε το άρθρο 1857 εδάφ. β' περ. 1, γ' και δ' του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1901 εδάφ. α' ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Τέλος κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 3/1989). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Τέλος η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας ...