Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΚ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ (632 ΚΠΟΛΔ), H ΟΠΟΙΑ ΕΤΣΙ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΒΑΣΙΜΗ - ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

    Ύστερα και από την τροποποίηση του άρθρου 632 του ΚΠολΔ από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.4055/2012 
     Ο ανακόπτων θεωρείται ότι επέχει θέση ενάγοντος και άρα επί ερημοδικίας του, απορρίπτεται η ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
    Επίσης: η εκτύπωση μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων και η περί αυτού, υπό την εταιρική επωνυμία,  βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας  που τα τηρεί, αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο (κι όχι αντίγραφο) και κατά συνέπεια δεν απαιτείται επικύρωσή του από δικηγόρο ή άλλη δημόσια αρχή, για να έχει αποδεικτική αξία προς έκδοση διαταγής πληρωμής.
(βλ. και περίληψη απόφασης παρακάτω) 
     
    
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:3755
Ετος:2013

Περίληψη


Νομική φύση της διαταγής πληρωμής - Σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό - Αποδεικτική δύναμη αποσπάσματος εμπορικών βιβλίων πιστοδότριας τράπεζας (καρτέλες τήρησης λογαριασμού πιστούχου) -. Η ερημοδικία του ανακόπτοντος διαταγή πληρωμής, εφόσον η ανακοπή ασκηθεί εμπροθέσμως και παραδεκτώς, οδηγεί σε απόρριψή της ως ουσιαστικώς αβάσιμης...
Ορισμένο του δικογράφου της ανακοπής και εκκαθαρισμένο της απαίτησης. ’κυρος ως αντικείμενος στη δημόσια τάξη ο όρος στη σύμβαση ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει τα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και ειδικότερα σε καρτέλες τήρησης λογαριασμών των πελατών της. Προϋποθέσεις για να θεωρηθεί το προσκομιζόμενο απόσπασμα, πρωτότυπο έγγραφο. Το δικαίωμα της τράπεζας για κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού. Η δικονομική σύμβαση δυνάμει της οποίας συμφωνείται μεταξύ των μερών ότι τα αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων της τράπεζας θα επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου είναι έγκυρη. Εάν όμως η παραπάνω συμφωνία συνοδεύεται από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο κατά το αρ. 372 ΑΚ διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη. Μόνη η άσκηση του δικαιώματος της δανείστριας τράπεζας να κλείνει οποτεδήποτε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό, προκαλώντας βλάβη στον πιστούχο, έστω και μεγάλη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις.
Κείμενο Απόφασης


Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αριθ. 3755/2013

(…) Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί, ούτε εξομοιούται, κατά τον ΚΠολΔ, με δικαστική απόφαση, αλλά είναι πράξη – διαταγή του δικαστηρίου (ΑΠ 601/ 1988 ΕλλΔνη 30. 556, ΑΠ 1069/1975 ΝοΒ 24. 394, ΑΠ 454/1974 ΝοΒ 23. 16, ΕφΑθ 5286/1992, ΕλλΔνη 34. 402). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως, χωρίς προηγουμένη συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση και χωρίς κλήτευση του καθού. Στη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, επομένως, δεν δημιουργείται δίκη, ούτε ερημοδικία και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αντιμετώπισής της. Το πρόβλημα της ερημοδικίας ανακύπτει για πρώτη φορά με την άσκηση της ανακοπής από τον καθ’ ου η διαταγή πληρωμής κατ’ αυτής. Σε περίπτωση ερημοδικίας του ανακόπτοντος κατά τη δίκη επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, όταν αυτή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, επειδή ο ανακόπτων επέχει θέση ενάγοντος και ο καθ’ ου η ανακοπή θέση εναγομένου (ΕφΑθ 7253/1986 ΕλλΔνη 30. 315), θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 272 του ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου), οπότε το Δικαστήριο θα προβεί στη συζήτηση της ανακοπής παρά την απουσία του ανακόπτοντος και τεκμαιρόμενης της παραιτήσεως τούτου από την ανακοπή, θα την απορρίψει ως αβάσιμη στην ουσία της (ΑΠ 1391/1989 ΕλλΔνη 1991. 800, ΕφΘ 299/1994 Αρμ 1995. 1046, Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Α', υπό αρ. 272, σ. 259, § 8, Κεραμέα - Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Α', υπό αρ. 272, σ. 563). Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν μεταβάλλονται μετά την τροποποίηση του άρθρ. 632 ΚΠολΔ από το άρθρ. 14 § 1 του ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου (του εν λόγω άρθρ. 14) αρχίζει από τις 2.4.2012 (βλ. άρθρ. 113 του εν λόγω νόμου). Συγκεκριμένα, στη δεύτερη παράγραφο του τροποποιηθέντος πλέον άρθρ. 632 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών ή εντός ενενήντα (90) ημερών, αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 643 και 591 § 1 περίπτωση α' ΚΠολΔ». Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρ. 643 § 2 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 6 § 12γ του ν. 2479/1997) «τα άρθρα 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρ. 649 § 2 ΚΠολΔ «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες». Όπως γίνεται δεκτό, οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ έχουν, κατά το άρθρο 591 § 1 ΚΠολΔ, εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (στην οποία εντάσσεται η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρ. 643 ΚΠολΔ), αφού δεν έρχονται σ’ αντίθεση με καμία ειδική διάταξη των άρθρων 637 έως 646 ΚΠολΔ. Η λύση αυτή, συμπορευομένη και με την ταχύτητα εκδίκασης των σχετικών διαφορών στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης με την άνω διαδικασία, προκύπτει εξ αντιδιαστολής αφενός από το άρθρο 642 ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι στην διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, η διάταξη του άρθρου 469 § 1, που ισχύει επί των μικροδιαφορών και αποκλείει ακριβώς την εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, αφετέρου δε και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης σε άλλες ειδικές διαδικασίες, όπου δεν θέλησε την καθιέρωση του συστήματος των ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας, όπως π.χ. στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, θέσπισε την ειδική ρύθμιση του άρθρου 672 ΚΠολΔ, με την οποία όρισε ότι αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους η διαδικασία γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Αντίθετο επιχείρημα προς τα ανωτέρω δεν προκύπτει από το άρθρο 644 ΚΠολΔ, με το οποίο αποκλείεται στη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους η ανακοπή ερημοδικίας, αφού ο αποκλεισμός της ανακοπής ερημοδικίας στην εν λόγω διαδικασία, γενόμενος απ’ την ανάγκη της γρήγορης επιλύσεως των σχετικών διαφορών, δεν σημαίνει αναγκαίως και αποκλεισμό της εφαρμογής των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Ούτε αυτό μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 6 § 12 του ν. 2479/1997, που αντικατάστησε το άρθρο 643 § 2 του ΚΠολΔ, καθώς η συγκεκριμένη διάταξη δεν αναφέρεται ειδικά και ρητά στις συνέπειες της ερημοδικίας, όπως η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 672 ΚΠολΔ, αλλά αποβλέπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 649 και 650 του ΚΠολΔ σχετικά με τη συζήτηση σε μια δικάσιμο όλων εκείνων των ισχυρισμών, που αφορούν στους πιστωτικούς τίτλους. Ειδικότερα, ο ν. 2479/1997 στο κεφάλαιο που αναφέρεται ως «Επιτάχυνση Πολιτικής Δίκης» και στο άρθρο 643 ΚΠολΔ, που τιτλοφορείται ως «Απόφαση παραχρήμα», αντικαθιστά το άρθρο 643 § 2 για λόγους απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας. Γι’ αυτό και αντικαθιστά το άρθρο 643 § 2, χωρίς να το καταργεί. Δηλαδή, η § 2 του άρθρου 643 ΚΠολΔ που αφορούσε στη δυνατότητα του ...
δικαστή να παραπέμψει σε ιδιαίτερη συζήτηση εκείνους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αλλά δεν αποδεικνύονται παραχρήμα, αντικαθίσταται με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 649 (όπως ίσχυε τότε) και 650 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση αυτή έρχεται σαν συνέπεια της κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής των μη αποδεικνυομένων παραχρήμα ισχυρισμών σε ιδιαίτερη συζήτηση. Η προηγούμενη ρύθμιση ήταν ομολογουμένως χρονοβόρα, αφού επέτρεπε στο διάδικο, που ήθελε να τηρήσει παρελκυστική τακτική, να προβάλει ισχυρισμούς, που δεν αφορούσαν αυτόν τούτο τον τίτλο, αλλά την υποκείμενη αιτία με σκοπό να παραπεμφθούν οι ισχυρισμοί του αυτοί σε ιδιαίτερη συζήτηση. Η νέα αυτή ρύθμιση του νομοθέτη αποσκοπούσε στην τήρηση της αρχής της οικονομίας της δίκης, δια της συζητήσεως σε μια δικάσιμο όλων των ισχυρισμών. Άλλωστε, στην εισηγητική έκθεση του ν. 2479/ 1997, στο άρθρο 5 § 11, αναφέρονται τα εξής: «Με την § 11 προτείνεται τροποποίηση των διατάξεων περί πιστωτικών τίτλων προς το σκοπό όπως απλουστευθεί και επιταχυνθεί η διαδικασία η οποία επιβάλλεται να είναι ταχεία, επειδή αφορά ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής που έχουν ως βάση πιστωτικούς τίτλους. Έτσι καταργείται η παραπομπή των ισχυρισμών σε μία ιδιαίτερη συζήτηση με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας των μισθωτικών διαφορών». Επομένως, στη διάταξη του άρθρου 649 § 1 ΚΠολΔ αποσκοπούσε ο νομοθέτης και όχι στην § 2 του ίδιου άρθρου. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 6 § 12 του ν. 2479/ 1997 εντάσσεται στο άρθρο 643 ΚΠολΔ, που τιτλοφορείται ως «ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΑΡΑΧΡΗΜΑ», ακριβώς διότι αποβλέπει ο νομοθέτης στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 649, ότι δηλαδή απόφαση για διεξαγωγή απόδειξης δεν θα εκδίδεται στη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους. Αν η βούληση του νομοθέτη ήταν να καταργήσει με την ανωτέρω διάταξη το τεκμήριο ομολογίας στους πιστωτικούς τίτλους, εκτός του ότι θα επέλεγε ρητή και ειδική ρύθμιση, όπως στις άλλες ειδικές διαδικασίες, θα είχε εντάξει τη σχετική ρύθμιση στο άρθρο 637 ή στο άρθρο 642 ΚΠολΔ, οι οποίες αναφέρονται στη διαδικασία και στις εφαρμοστέες διατάξεις, και όχι στο άρθρο 643 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στην έκδοση απόφασης παραχρήμα. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ, έχουν, κατά το άρθρο 591 § 1 ΚΠολΔ, εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, καθώς εντάσσονται στο σύστημα των διαφορών αυτών, δε διασπούν την τελολογική του ενότητα, αλλά, αντιθέτως, καθίστανται μέσα για την πραγμάτωση των βασικών του στόχων, ήτοι την οικονομία της δίκης και την άμεση ανάγκη δικαστικής προστασίας, ενώ εναρμονίζονται και με το σκοπό του νομοθέτη του άρθρου 29 του ν. 3994/ 2011 για επιτάχυνση και απλούστευση της πολιτικής δίκης (ΜΠρΧαν 200/2011, ΜΠρΛ 47/2011 Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, όπου περαιτέρω παραπομπές), συμπέρασμα που συνάγεται από τις παραπάνω παραδοχές της νομολογίας ότι και μετά την τροποποίηση του άρθρ. 632 ΚΠολΔ με το άρθρ. 14 του ν. 4055/2012, κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής επιβάλλεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ και συνεπώς η ερημοδικία του ανακόπτοντος, εφόσον η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και παραδεκτώς, θα έχει ως συνέπεια την απόρριψή της ως ουσιαστικώς αβάσιμης.

    Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη ανακοπή επιδιώκεται, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί η με αριθμό …/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ανακόπτουσες διατάχθηκαν, καθεμία από αυτές σε ολόκληρο και ειδικότερα η μεν πρώτη ως πιστούχος και η 2η ως εγγυήτρια, να καταβάλουν στην καθής το ποσό των (1.500.000) ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και το ποσό των (25.800) ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, απαίτηση η οποία πηγάζει από την υπ’ αριθ. 1641229/30.12. 2009 σύμβαση παροχής πιστώσεως, η οποία καταρτίσηκε ανάμεσα στην καθής η ανακοπή ως πιστοδότρια και την πρώτη των ανακοπτουσών ως πιστούχο και στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια η 2η των ανακοπτουσών. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή εισάγεται παραδεκτώς, προκειμένου να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της τόσο καθ’ ύλην [άρθρα 7 - 10, 14 § 2, 632 § 1 ΚΠολΔ], όσο και κατά τόπον, διότι, κατά την κρατούσα άποψη, η ανακοπή του άρθρ. 632 ΚΠολΔ εισάγεται υποχρεωτικώς στο δικαστήριο του οποίου ο Δικαστής εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (ΕφΠειρ 322/ 2004 ΠειρΝ 2004/225, ΕφΔ 18/1998 Αρμ ΝΒ΄ 1389, Μπέης, Πολιτ. Δικ. άρθρο 632 σ. 240). Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, με δεδομένο ότι η προθεσμία άσκησης της ανακοπής ορίζεται σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της (ΚΠολΔ 632 § 1), στην οποία προθεσμία δεν συμπεριλαμβάνονται τα Σάββατα (ΑΠ 323/2007, ΑΠ 1488/2004, ΑΠ 1420/2004 Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε έκαστο των ανακοπτόντων την 10η.9.2012 (βλ. τις προσαγόμενες από την καθής με αριθ. 6916Δ' και 6927Δ΄/31.7.2012 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α.Τ.**), ενώ η ανακοπή ασκήθηκε, κατά τα άρθρα 215 § 1 εδ. α' και 217 ΚΠολΔ, με την επίδοσή της στην καθ’ ης στις 20.9.2012, όπως προκύπτει από τη με αριθ. Δ'5659/20.9.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Κ.Π.Μ.**, λαμβανομένου υπόψη ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν περιλαμβάνεται στην προθεσμία του άρθρου 632 § 1 ΚΠολΔ (άρθρ. 147 § 2 Κ.Πολ.Δ.). Ενόψει των ανωτέρω η συζήτηση της ανακοπής επισπεύδεται με επιμέλεια των ανακοπτουσών και με δεδομένη την ερημοδικία της 1ης από αυτές κατά την παρούσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, για την οποία δεν απαιτείτο κλήτευση αυτών (άρθρ. 226 § 4 εδάφιο 4 εδάφιο γ' ΚΠολΔ) και λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η δικονομική τους θέση ταυτίζεται με εκείνη των εναγουσών και συνεπώς πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 272 § 1 ΚΠολΔ, όσον αφορά την απολιπόμενη 1η των ανακοπτουσών, να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Η δε 1η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, θα πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρ. 176 ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η ως άνω 1η ανακόπτουσα, που δικάστηκε ερήμην, ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όσον αφορά τη 2η ανακόπτουσα, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερυνηθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 § 1, 217, 583, 585, 632 § 1 και 633 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, οι οποίοι συνίστανται είτε σε άρνηση της συνδρομής μιας ή περισσότερων τυπικών προϋποθέσεων της έγκυρης έκδοσής της, είτε σε αμφισβήτηση της απαιτήσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε Δικαστήριο να κρίνει για την νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά, απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1098/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 991/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 1999. 93, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007. 327, Ποδηματά, σε Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος II, άρθρο 632, αριθ. 15 επ.). Ειδικότερα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 § 1, 626, 628 § 1 εδ. α΄, 632 § 1 και 633 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου Κώδικα μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις χρεογράφων, εφ’ όσον η εν λόγω απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή, η απαίτηση δε και το ποσό αυτής αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση (ΑΠ 27/2002 ΕλλΔνη 2000. 702, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, υπό άρθρο 623 αρ. 3). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 626 § 2, 627 εδ. γ', 630 και 631 ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται απλώς να αναφέρει την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή. Επιπλέον η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως και αποτελεί, κατ’ άρθρο 916 του ΚΠολΔ, προϋπόθεση της εκτελεστότητας αυτής. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, αν μπορεί να καθοριστεί το ποσό με αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία (ΑΠ 1094/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007. 327). Περαιτέρω, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πιστοδότριας τράπεζας, που τέτοια (αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων) θεωρούνται και οι καρτέλες τήρησης των λογαριασμών πελατών τους, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον, κατά επιτρεπτή δικονομική σύμβαση, ορίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1022/2003, ΕλλΔνη 45. 90, ΑΠ 916/2002, ΕλλΔνη 2003. 1297, ΕφΑθ 776/2006, ΕλλΔνη 47. 1499, ΕφΠειρ 950/ 2005, ΠειρΝ 2006. 59). Υπό την προϋπόθεση, επομένως, ότι υφίσταται τέτοια συμφωνία, το αντίγραφο των καρτελών κίνησης των λογαριασμών πελατών ή η φωτοτυπία του έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, όταν η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, ο οποίος με την υπογραφή του κάτω από την εταιρική επωνυμία βεβαιώνει την γνησιότητα της εκτύπωσης (ΕφΑθ 1876/ 2008 ΔΕΕ 2009. 80), αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1501/ 2008, δημ. εις Νόμος, ΑΠ 1117/ 2002 ΔΕΕ 2003/70 και ΑΠ 1022/2003 όπ.). Ετσι, ο σχετικός όρος σε συμβάσεις παροχής πίστωσης δεν είναι καταχρηστικός, εάν όμως η παραπάνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι, ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο, κατά το άρθρο 372 ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη. Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, πράγμα που μπορεί να γίνει με ανακοπή κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 589/ 2008 ό.π., ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 2004. 90, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003. 1297, ΑΠ 722/ 2000 Ελλ Δνη 2001. 105, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008. 206, Εφ Αθ 1558/2007 ΕλλΔνη 2007. 902, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007. 327). Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια ανωτέρω διατάξεως, υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία η πιστοδότρια τράπεζα ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό κατά το δοκούν, χωρίς να έχει κάποιο ίδιο συμφέρον, ενώ η ζημία που προκαλείται στον πιστούχο εξ αιτίας του κλεισίματος του λογαριασμού είναι ιδιαίτερα σημαντική (ΑΠ 644/ 1997 ΔΕΕ 1007. 1092). Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) μόνον αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση κατά τα προαναφερόμενα (ΑΠ 1742/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛ 298/2008 ΕπισκΕμπΔικ 2008. 1063). (…).
    Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην της 1ης ανακόπτουσας.
Ορίζει το παράβολο στο ποσό των (200) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
    Απορρίπτει την ανακοπή ….

Πρόεδρος:Χ. Κωτουλόπουλος
Δικηγόροι:Αλ. Κεραμιδάς, Ι. Βρέλλος
Λήμματα:Νομική φύση της διαταγής πληρωμής ,Σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ,Αποδεικτική δύναμη αποσπάσματος εμπορικών βιβλίων πιστοδότριας τράπεζας (καρτέλες τήρησης λογαριασμού πιστούχου)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ

Ετος:2013
2013
Τόμος:ΞΔ
61
Σελ.:687
1877
΄

Όμοια η 206/2014 του Ειρηνοδικείου Κορωπίου ΕΔΩ